Χρυσαχτίδα χύνεται
σ’ εκκλησάκι εκπεσόντος και
λιώνει το ψιμύθιο από
το πρόσωπό της∙ έτσι
νέα που ξάπλωσε ανάμεσα
στ’ αμάραντα με λυπεί
στο στήθος και η κοιλιά
μου σφαδάζει από πόνους ζωής
ενόσω εκείνη
δε λυπάται
δε σφαδάζει∙
στ’ αυτιά μου ηχούν
τα τελευταία λόγια
που θυμάμαι
/ποιος άκουσε φωνή
στις κλάδες να κουρνιάζει;
ποιος μήνυσε στο θάνατο
να κόψει την ορμή της;
Κι είναι ώρες που αποφασίσαμε
οι πιο φτωχοί συγγενείς
να τη ρίξουμε
στη φωτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου