15 ιανουαριου 1804
Από τις 12 Ιανουαρίου 1804, 8.000 άνδρες του Αλή Πασά στρατοπεδεύουν στις πλαγιές Νεγκόζη – Φρούστα – Βρεστενίτσα, ενώ ένα τάγμα Τουρκαλβανών φυλάει στη γέφυρα Κοράκου επί του Αχελώου, τη μοναδική δίοδο για τα Άγραφα. Από τα 1.400 άτομα των Σουλιωτών, η μάχιμη δύναμη είναι 360 ένοπλοι άνδρες και 140 μάχιμες, ένοπλες γυναίκες. Στις 14 Ιανουαρίου 1804, οι εχθροί πλησιάζουν τα χαρακώματα των Σουλιωτών. Στις 15 Ιανουαρίου 1804, 2.000 στρατιώτες του Μπεκήρ Τζογαδούρο επιτίθενται το ξημέρωμα στα οχυρά της πρώτης γραμμής άμυνας των Σουλιωτών, που είχαν αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη. Η μάχη διαρκεί 4 ώρες με κατά μέτωπο επίθεση και στα δύο οχυρά της ατραπούς. Η πεισματώδης ορμή των Τουρκαλβανών αποβαίνει άκαρπη. Οι εχθροί αιφνιδιάζονται από τη σθεναρή απόκρουση της επίθεσής των και ντροπιασμένοι επιστρέφουν το μεσημέρι στο στρατόπεδό τους στη Βρεστενίτσα. Ο απολογισμός της επίθεσης είναι 78 νεκροί Τούρκοι και 195 τραυματίες. Στους Σουλιώτες υπάρχουν 6 νεκροί και 11 τραυματίες. Οι Τουρκαλβανοί κατάλαβαν ότι η κατά μέτωπο επίθεση δεν φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και γι’ αυτό άρχισαν τη στενή πολιορκία, ώστε να τους αναγκάσουν να παραδοθούν από την πείνα και τις στερήσεις.
Το τοπωνύμιο «Σιδηρένιο»
Οι αμυνόμενοι Σουλιώτες της φρουράς σε μια κάμψη της ατραπούς προς τη Μονή έμπηξαν έναν σιδερένιο σταυρό, σύμβολο της γενναίας αντίστασης και της σιδηράς θέλησής τους. Έτσι το οχυρό αυτό ονομάστηκε «Σιδηρένιο» και μέχρι σήμερα υπάρχει ως τοπωνύμιο εκεί.
Η πολιορκία
Η πολιορκία αρχίζει και διαρκεί τρεις μήνες. Οι πολιορκημένοι αποκρούουν τις εφόδους του εχθρού, όμως τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα λιγοστεύουν. «Ο Κίτσος Μπότσαρης επιτέλεσε θαύματα ανδρείας και στρατηγικής ικανότητας», γράφει η Σωτηρία Αλιμπέρτη στο έργο της «Ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως», σελ. 126. Και συνεχίζει : «Οι γυναίκες εμάχοντο ως οι άνδρες».
«Ούτε οι στερήσεις και οι κακουχίες, ούτε ο πανικός της μεγάλης υπεροχής του εχθρού τους κατέβαλε. Με αξιοθαύμαστον καρτερικότητα και αδάμαστον θάρρος αντιμετώπιζαν όλας τα καταδρομάς της κακής των τύχης», αναφέρει ο Δ. Καρατζένης στο έργο του «Η Μάχη του Σέλτσου», σελ. 33.
Ο Αλή Πασάς, μέχρι τα μέσα Απριλίου 1804, έβλεπε ότι το αναμενόμενο αποτέλεσμα δεν ερχόταν και γι’ αυτό έκανε δυο κινήσεις πίεσης. Η πρώτη ήταν να στείλει μια καυστική επιστολή στις 15 Απριλίου 1804 στους στρατηγούς του χαρακτηρίζοντάς τους ανάξιους, αδρανείς και άνανδρους, γιατί είχε περάσει ένα τετράμηνο χωρίς να καταφέρουν να εξοντώσουν μια χούφτα κατσικοκλέφτες, όπως αποκαλούσε τους Σουλιώτες, και τους έδωσε προθεσμία δέκα ημερών για να επιφέρουν την τέλεια καταστροφή των εχθρών τους, διαφορετικά θα τους αντικαθιστούσε με ικανότερους αρχηγούς. Η δεύτερη κίνηση ήταν με την πανουργία, δηλαδή να βρει προδότη.
Η προδοσία
Πολλές εικασίες υπάρχουν σχετικά με το πρόσωπο του προδότη. Όλες όμως οι απόψεις συμφωνούν ότι το πρόσωπο αυτό ήταν Έλληνας από την περιοχή αυτή και σε κάθε περίπτωση θα είχε αντάλλαγμα η προσφορά του. Οι περισσότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι την προδοσία του ευπαθούς φυλακίου την έκανε ο Γεώργιος Κύργιος, ανεψιός του προσκυνημένου οπλαρχηγού Ζήκου Μίχου, από τη Λάκκα Λελόβων, «ο οποίος ήταν πάντα στην υπηρεσία του Αλή και ως οπλαρχηγός συνέπραττε μετά των στρατευμάτων του», αναφέρει ο Δημ. Καρατζένης στη «Μάχη του Σέλτσου», σελ. 57-58. Όπως αναφέρει ο γιατρός Ιωάννης Λαμπρίδης στο έργο του «Αλή Πασάς», σελ. 57-58, «Ο Ζήκος Μίχας, θέλων να εξυπηρετήσει τον αυθέντη του Αλή, έφερε εις επαφήν με αυτόν τον ανεψιόν του, Γεώργιον Κύργιον, πρόθυμον να εκτελέση τους σκοπούς και τα σχέδιά του. Εις αντάλλαγμα δε της εκδουλεύσεως αυτής υπεσχέθη να τον διορίση έπειτα Οπλαρχηγόν της Λάκκας». Ο Γεώργιος Κύργιος (ή Γώγος Κύριος) εκ Μπάλας μετέβη στο τουρκικό στρατόπεδο για να συνεννοηθεί με τους Τούρκους στρατηγούς και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στη Μονή και προσποιούμενος διαβεβαίωνε τους Σουλιώτες ότι είχε πέσει σε δυσμένεια του Αλή και ότι τον κατεδίωκε. Ο Κίτσος Μπότσαρης, ευκολόπιστος καθώς ήταν, παρασύρθηκε από τα λόγια του (ο Ι. Λαμπρίδης γράφει ότι ήταν σύγαμπροι με τον Κύργιο) και τον έστειλε στο πιο ευπαθές φυλάκιο τους Κορυφογραμμής, αυτό του Προφήτη Ηλία, που το διηύθυναν ο Λ. Παλάσκας και ο Λάμπρος Γούσης. Το συμβούλιο των Τούρκων στρατηγών της 20ης Απριλίου 1804 αποφάσισε επίθεση πριν την ανατολή του ηλίου της επομένης ημέρας.
Η δεύτερη επίθεση – Η πάλη – Το δεύτερο Ζάλογγο
21η Απριλίου 1804
Ο Γ. Κύργιος την προηγούμενη νύχτα της επίθεσης, που ήταν φρουρός στο φυλάκιο του Προφήτη Ηλία, δραπέτευσε προς το εχθρικό στρατόπεδο και τα χαράματα οδήγησε 3.000 Τούρκους με τον στρατηγό Τζογαδούρο μέσα από απόκρημνα μέρη στο προδομένο οχυρό του Προφήτη Ηλία, στο ψηλότερο σημείο που φυλασσόταν από τους λιγότερο μάχιμους Σουλιώτες. Η γενναία και σθεναρή αντίσταση των 36 ανδρών επί έξι ώρες ήταν δραματική. Η πρώτη αυτή δύναμη των Τούρκων μετά την πολύωρη απόκρουση, αλλά και λόγω του επικίνδυνου ανώμαλου εδάφους αποσύρεται εξαντλημένη και νέα δύναμη «θανάτου» από 1.200 Αλβανούς εφέδρους ρίχνεται ξανά στη μάχη. Ο εχθρός με δυσκολία φτάνει στο φυλάκιο και οι λίγοι Σουλιώτες με μαχαίρια και ξίφη αγωνίζονται σώμα με σώμα.
Το μεσημέρι της 22ας Απριλίου, η άνιση μάχη λήγει. Έπεσαν όλοι οι Σουλιώτες πλην του Λ. Παλάσκα και του Λ. Γούση, ο οποίος τραυματίστηκε. Η επίθεση όμως συνεχίζεται και από τα νότια με τα άλλα τμήματα του εχθρικού στρατού στα οχυρά «Σιδερένιο» και Φράξου. Εδώ γράφονται ηρωικές σελίδες των Σουλιωτών. Στην περιοχή της Μονής επικρατεί σύγχυση. Οι αγωνιστές Σουλιώτες που φοβήθηκαν ότι κυκλώθηκαν, αφήνουν τα μετερίζια και μαχόμενοι τρέχουν προς το προαύλιο της Μονής για να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα. Από τα οχυρά μέχρι το προαύλιο της Μονής γίνονταν συμπλοκές. Πολλοί υπερασπιστές πέφτουν από τα πλήγματα του εχθρού. Ο Κίτσος και ο Νότης φτάνουν στη Μονή και συνεχίζουν τη μάχη, όμως τμήματα των φανατικών Αλβανών έχουν φτάσει νωρίτερα με σκοπό να αιχμαλωτίσουν τα γυναικόπαιδα και να αρπάξουν ό,τι βρουν. Ο Νότης Μπότσαρης φέρει τέσσερα τραύματα που έλαβε από το φυλάκιο που υπερασπιζόταν μέχρι το προαύλιο της Μονής. Εξακολουθεί τραυματισμένος να υπερασπίζεται τα γυναικόπαιδα από τη σφαγή και την αιχμαλωσία με όλες του τις δυνάμεις. Σε μια στιγμή, κατάκοπος όπως ήταν, γλίστρησε και έπεσε σε μια παρακείμενο τάφρο και χτύπησε. Όταν συνήλθε, βγήκε από κει μέσα, αλλά μην μπορώντας να κινηθεί από τα τραύματα και την πτώση συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Τούρκους και οδηγείται στα Ιωάννινα και εν συνεχεία στις φυλακές της Κλεισούρας.
Τα δυο αδέλφια δίπλα-δίπλα
Σε μικρή απόσταση από τη Μονή, η φρουρά της Β’ αμυντικής ζώνης με αρχηγό των ανδρών τον Γιαννάκη, τον πρωτότοκο γιο του Κίτσου Μπότσαρη, και των μάχιμων γυναικών την Ελένη Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου, μάχονται δίπλα-δίπλα. Τραγικές σκηνές ηρωισμού και θυσίας εξελίσσονται. Άνδρες και γυναίκες σύντομα παλεύουν σώμα με σώμα με τους Τουρκαλβανούς, χρησιμοποιώντας μαχαίρια, πέτρες και ξύλα, όπως περιγράφει ο Χρ. Περραιβός. Η εχθρική πίεση είναι μεγάλη και οι αγωνιστές υποχωρούν προς τον περίβολο της Μονής. Η μάχη εξαπλώνεται. Ακόμα και οι Σουλιώτισσες που ήταν στη Μονή μαζί με τις γριές επιτίθενται με ό,τι όπλο ή πέτρα ή άλλο αντικείμενο βρισκόταν μπροστά τους. Επικεφαλής των γυναικών είναι η Ελένη Μπότσαρη, η θεία της, η Χριστίνα Μπέκα, σύζυγος του Νότη Μπότσαρη, κι ακόμη η εξαδέλφη της, Ελένη, η πρωτότοκη κόρη του Νότη και της Χριστίνας. Όλες οι γυναίκες δείχνουν μεγάλο ηρωισμό. Πυροβολισμοί, φωνές, θρήνοι, αλαλαγμοί, κατάρες των γυναικόπαιδων φανέρωναν τη σύγχυση, την αγωνία των ζωντανών νεκρών του άνισου αγώνα. Η Ελένη Μπότσαρη εξακολουθεί να μάχεται στον χώρο της Μονής. Σε μια στιγμή, πλησίον της, ο αδελφός της Γεώργιος πέφτει από τα πλήγματα των Αλβανών μαζί με άλλους μαχητές. Ακριβώς μπροστά στη Μονή πέφτει και ο άλλος αδελφός της, ο Γιαννάκης. Τότε αντιλαμβάνεται ότι όλα έχουν τελειώσει. Μεταξύ των σκοτωμένων είναι η 21ετης κόρη του Νότη, Ελένη Μπότσαρη, ο Γέρο Νικόλαος Κουτσονίκας και οι γιοι του, Αθανάσιος και Ιωάννης, ο Δήμος Βάγιας και εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες της πατριάς των Μποτσαραίων. Πολλές γυναίκες συλλαμβάνονται, όπως η δεύτερη σύζυγος του Κίτσου, η Αναστασία Μακαντώνη, βαριά τραυματισμένη, ο γιος του Κίτσου, Κώστας, η Χριστίνα, η κόρη του Νότη, Αγγελική, ο Χρίστος Βάγιας, ο Ζήκος Ράδος, η σύζυγος του Γιαννάκη Νικ. Κουτσονίκα με τα δύο βρέφη της, Αθανάσιο και Λάμπρο.
Το νέο Ζάλογγο
Το δράμα κορυφώνεται όταν μέσα στον χαλασμό ακούγεται μια γυναικεία φωνή : «Θάνατος και όχι σκλαβιά». Με το σύνθημα αυτό όλες οι γυναίκες όρμησαν έξω από τη Μονή και τα κελιά με τα παιδιά στην αγκαλιά τους. Διακόσιες και πλέον Σουλιώτισσες με τα παιδιά τους πλήττονται από τους Τουρκαλβανούς, τρέχουν και κατηφορίζουν μέσα από τα βράχια προς τον ποταμό Αχελώο, προς τη γέφυρα του Κοράκου. Σύμφωνα με τον Γούδα, στους «Παράλληλους βίους» του, η Ελένη Μπότσαρη, η κόρη του Νότη, μετέφερε στους ώμους της την τραυματισμένη μητέρα της, Χριστίνα, μέχρι τον βράχο της όχθης πλησίον του Αχελώου, κι επειδή είδε ότι θα συλληφθούν από τους εχθρούς, έριξε πρώτα τη μάνα της στον ποταμό και μετά έπεσε κι η ίδια. Πολλές γυναίκες τις πρόλαβαν οι εχθροί και τις κατέσφαξαν, άλλες τις απώθησαν ώστε να γκρεμιστούν στο βάραθρο και άλλες έφτασαν στον ποταμό. Όμως επειδή τα νερά ήταν φουσκωμένα δεν μπόρεσαν να τον διαβούν, κι όσες το επιχείρησαν παρασύρθηκαν από την ορμή τους και πνίγηκαν.
Με τη δύση του ήλιου, εκατόν εξήντα γυναικόπαιδα φτάνουν στο ποτάμι. Βλέπουν με απόγνωση ότι η γέφυρα του Κοράκου είναι κατειλημμένη από τον εχθρικό στρατό. Κάθε ελπίδα να περάσουν στα Άγραφα σβήνει. Έτσι στέκουν στην άκρη του βράχου και κατακρημνίζονται στα ρεύματα του Αχελώου.
Το δεύτερο Ζάλογγο
Σκελετωμένα σώματα καρφωμένα στα βράχια
με βλέμμα θλιμμένο στα πελιδνά τους πρόσωπα.
Άσχημα παιχνίδια της μοίρας.
Το έργο το είχαν ξαναδεί.
Δε βγαίνει φωνή ούτε δάκρυ,
σταυρωμένα βλέμματα με κοινή υπογραφή,
«Θάνατος κι όχι σκλαβιά».
Πέφτουν λυτρωμένες και λεύτερες
στα νερά του Ασπροπόταμου
αγκαλιά με τη συνέχεια της ζωής
τα αγγελούδια τους,
γράφοντας Το Δεύτερο Ζάλογγο.
Κ.Μ.
Μεταξύ αυτών των γυναικών είναι και η γριά Σουλιώτισσα, η Δέσπω, η σύζυγος του Γεωργίου Μπότσαρη, του αρχηγού της φάρας των Μποτσαραίων, η μάνα του Κίτσου, του Νότη και του Νίκαιζα. Μετά από κοπιαστική πορεία, μετά από τόσες κακουχίες, έφτασε στο ποτάμι και αφού είδε ότι ήταν απροσπέλαστο, για να μην πιαστεί αιχμάλωτη ρίχτηκε κι αυτή από την κρημνώδη όχθη και πνίγηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου