Ε, δεν έχει πια ιερό και όσιο τούτη η γη, πως αυτή τα κάνει όλα , κι αλλάζει τα σύννεφα στον ουρανό, τ΄αγριεύει. Και την θάλασσα σκέτο θεριό, να καταπιεί το καράβι, το σπίτι, τις δυο μου κατσίκες και την ελιά μου τη νόστιμη, π' αλμύρισαν αλλιώτικα οι καρποί απ' τα χάδια της. Κι ύστερα μωρέ λένε γιατί χωρίζουν οι άνθρωποι.. Για δες εδώ τους αγγέλους του Θεού πως ξελογιάζουν ο ένας τον άλλονε, με σκέρτσα και τρικλοποδιές..
Ήτανε μέρες που δε χόρταινα την ομορφιά της, πήγε κι άνθισε στον γκρεμνό αντίκρυ απ' τα πρασινογάλανα νερά της θάλασσας μπουκέτα κατακόκκινα με παπαρούνες. Κι ερχόταν το κόκκινο καίκι να ρίχνει τα δίχτυα του μπρος στα κάλλη της μια το πρωί και μια το βράδυ. Τυχαίο ήταν, δε γνωρίζω, μα κείνες τις φορές βρισκόμουν πίσω απ' τα φύλλα τους κι άλλος αν με έβλεπε θα 'λεγε πως μάτιασα τούτο τον έρωτά τους.
Δεν είχα δόλο στο μυαλό, δε ζήλεψα δράμι μα κι εγώ είχα δυο ματάκια έρμα που τέτοια εικόνα δεν είχαν συναντήσει στη πλάση. Πως καθρεπτίζονταν τα πέταλά τους στο γαλάζιο κι έφτανε η πλώρη του τρυφερά κι άγγιζε με το κόκκινο της ξύλο τ΄άνθη.. Κι ακριβώς εκεί στο πρώτο ερωτικό τους χάδι, να σου ο κάτασπρος γλάρος να βουτά στο γυαλί που ήλθε απρόσκλητη μια τροφαντή ζαργάνα, να σου η θάλασσα π' άφριζε ξάφνου κι έσπρωχνε προς τ' ανοιχτά το καίκι..
Αναστέναζε ο Παναγής μαζεύοντας τ' αδειανά του δίχτυα και μιλούσε στο Θεό.
'' Ωχ θεέ μου'', στέναζε πολλές φορές που 'χε καημό η βάρκα του να ζευγαρώσει μ' άγγελο.
'' Ωχ θεέ μου , θα περάσει τούτη η ζωή, έτσι γκρίζα κι άψαρη'', του μιλούσε.. Γιατί είχε μια τρέλα αλλιώτικη αυτός ο καπετάνιος, πίστευε στα καλά μάγια που θα φέρουν μεγάλη ψαριά στα σανίδια του και που τον έβρισκες που τον έχανες, έφτιαχνε συνοικέσια ανάμεσα στ' αγγελούδια! Και μόνο ένα κακό του βρίσκω σ' όλο αυτό, που πίστευε πως το καίκι του ήταν ξέχωρο απ' τα ανθρώπινα ποιήματα, λες κι ο ίδιος ήταν άγιος ή θεός!
Έκαμα να φύγω, δεν άντεχα άλλο αυτή την παραφροσύνη.
Δυο βήματα είχα κάνει κι έπεσε πάνω στα μπουκέτα ένας μαύρος κεραυνός, κι ύστερα σα πόλεμος, μπαμ, μπουμ!
Να σου το σκάφος ξαπλωτό στα βράχια, να σου κι ο Παναγής μέσα στο αίμα! Θύμωσε κι η θάλασσα τόσο, που με λύσσα χτυπούσε τ' άψυχα κορμιά τους στ' ακρογιάλι. Έτρεξα αλαφιασμένος να φτάσω στο καλύβι , πουθενά οι κατσίκες, φευγάτα στον ουρανό τα παραθύρια, τσακισμένη η βάρκα μου και λιπόθυμη απ' τον τρόμο. Πιάστηκα απ' την ελιά, κι αυτή έγειρε στον ώμο μου λυπημένη που έκλαιγα πολλές ώρες με κλειστά τα μάτια.
''Ας με έπαιρνε και μένα ο άνεμος, μ' άξιζε θεούλη μου,
που θαύμασα τα διαολικά τούτα χρώματα, που 'βαψε η γης τις αθώες παπαρούνες..''
-------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου