Dante Alighieri, Θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,
οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.
Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους
τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!
Εσύ, όμως, που πάλευες με τη σκουριά
ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό
της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.
Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν…
Γι’ αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι
άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα
ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί.
Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά
δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών
των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
ΦΕΥΓΑΛΕΟ / Κλείτος Ιωαννίδης
μόνιμα ανικανοποίητος
επίμονα ρωτούσε αν βρισκόταν
στα επεκτατικά σχέδια του Θεού.
Δεκατέσσερα χρόνια τώρα
Έρημος αποξηραμένη
εναγώνια περίμενε την εισβολή
των αδελφών υπερβορείων.
Κι ήταν η αναμονή του
καταιγίδα
βροχή
χαλάζι καταστρεπτικό.
Στα χρόνια τούτα
άνεμος δεν φάνηκε καθόλου
το χιόνι στάθηκε ακριβό.
Κι ας είπε και ξαναμίλησε
για το σωτήριον της θηλυκότητας
τον εβενό τ’ ουρανού.
Απομεσήμερο και βράδυ
σ’ ώρες χαράς αιλίνου
συχνά ακούγονταν στα χείλη του
το νυν απολύεις
αντανάκλαση αγγέλων
άνοιξη πρόωρη των άστρων.
Κι ο τόσος πόνος γιατί
στη βάση του
δεν εκτοξεύονταν οι πύραυλοι
και στον αιώνα του
απαγορεύονταν διαπλανητικά ταξίδια.
Ιστορικός άνθρωπος κι αυτός
ενσαρκωμένος
είχε στο νου βαθειά πληγή
το μαχαίρι του απείρου.
Κι όλο διαμαρτύρονταν
για το Δίωνα το Συρακούσιο
το ευ πράττειν στους οικείους του.
Από την Πλατωνόπολη
με αγάπη
γράμμα ανεπίδοτο στους τυχερούς
η θλιβερή του έγνοια.
Δανιήλ στο λάκκο των θανόντων
τον κούρασε η αναβολή
ο έλεγχος των πεπραγμένων.
Ο άνθρωπος αυτός
χρυσό μυρμήγκι του Θεού
στα σύνορα του κόσμου
δεν είχε άλλη κατοχή
παρά τον πόλεμο των λουλουδιών
την υπόσχεση της νύκτας.
Και στο στήθος
η Ελλάδα των γυναικών
μήλο πικρό αχώνευτο
πενθούσε
τριώδιο ασήκωτο
το χρώμα του νησιού του.
Έφευγε και στη φυγή του
αιθρίαζε ο χειμώνας
ερχόταν και στον ερχομό του
ανοίγανε τα βλέφαρα των φυλακών
φαινόταν ξανά ο ήλιος.
ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ / Γιώργος Μολέσκης
Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορεί να την αντλήσεις κι απ’ το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Και τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ’ αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.
Πολλά δε θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.
Αλλά όταν υπάρξει είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με ψωμί
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.
Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.
Από καιρό έλεγα να σου γράψω
Να σου λεγα για χίλια δύο πράγματα.
Πήρα να σε ζωγραφίσω με το γλυκό σου πρόσωπο,
Σκασμένο στα χείλη χαμόγελο
«Μάνα μαυροντυμένη”.
Μάνα,
κλαίς ακόμα σιωπηλά κάτω από τις φωτογραφίες των δύο παιδιών σου;
Ψέματα σου είπαν μάνα πως πώς χάθηκαν
Δεν τους ακούς;
Κάθε βράδυ την πόρτα σου χτυπούν.
Δύο αστέρια αγκαλιασμένα,
Δείχνοντας σε μας την ορθή πορεία.
σκουροπράσινα φύλλα
σαν καρδιές να γυαλίζουν στο φως
κι ένα κεφάλι στην απόχρωση του ροζ
να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
ξεπρόβαλαν
απ’ το στήθος του βράχου.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
Με τις πρώτες βροχές
η ακόρεστη βουλιμία των εκσκαφέων
συντρίβει τον βράχο.
Θραύσματα πληγώνουν θανάσιμα
τα σκουροπράσινα φύλλα
και το κεφάλι
στην απόχρωση του ροζ
γέρνει άψυχο στο πλάι.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
που τρέχει ιππευμένη,
βγάζω τα γυαλιά,
τα ακουμπάω μπρος μου
στο τραπέζι
και κάνω τη ζωή παστέλ.
και σπάει στα επί μέρους.
Χάνεται η ευκρίνεια
με το κουτσομπολίστικο ύφος
θολώνουν οι γραμμές
χάνονται οι αποστάσεις.
το μακριά ακόμη πιο μακριά.
Και σβήνουν μέσα στο αβέβαιο της χαμένης γραμμής.
Του ξεθωριασμένου χρώματος…»
κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές
πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες
κι έχω αφήσ’ απ’ έξω όλες τις πομπές.
Παλαιοπωλείο είν’ οι μνήμες μας
καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή
έχουν μέσα φόδρα απ’ τις λύπες μας
μα και για σφραγίδα άλλην εποχή.
Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις
έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά
έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις
έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά.
Έβαψα μ’ ασβέστη θύμησες ποικίλες
έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά
άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες
κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά.
ΣΑΛΑΜΙΝΑ / Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Σ’ αυτό εδώ το μέρος που καπνίζει ακόμη
απ’ το θυμό του κεραυνού του Δία
για κάτι ψυχικές υπόθεσες (ως θα ’λεγε
του Διονύσιου Σολωμού το στόμα)
στην τύρβη της ημέρας ξοδεμένες
και στην κακομοιριά της άπνοιάς τους,
εγώ ο Τεύκρος στέκομαι και να ’μαι!
Ήρθα να δω ποιος είμαι και ποιος ήμουν,
ποιοι είμαστε, ποιοι είστε και γιατί.
Ποιος άνομος θεός από τα πέρα
μας έκανε περίτριμμα της Τύχης
κι άφησε να χυθούν σ’ αυτό το κύμα
εκατομμύρια θρήνοι… Ω καλοί μου,
το Φως, που λιώνει κάτω απ’ το μαρτύριο,
και της νυκτός φτερά που δε θωρείτε
το γδέρνουν, το μαδούν και το συνθλίβουν,
βοά στην επιφάνειά του αυτή:
Βρείτε τον νου, τον νου μες στην καρδιά σας,
την κόψη του προσώπου σας γνωρίστε,
το πρόσωπό σας, φίλοι, θυμηθείτε:
Για ν’ ανασάνουν Άδωνις και Απόλλων,
Παύλος, Βαρνάβας, Αφροδίτη, Ευέλθων,
ο Νικοκρέων, ο Πνυταγόρας, ο Ευαγόρας
ο Επιφάνιος, η Αρσινόη και τ’ άλογα
που εδώ σιμά τα σκέπασ’ ένας τάφος.
Και κάθε κύμα, κάθε νόμισμα χρυσό
μες τις πλεξούδες των κυμάτων, όθε
στην άμμο τ’ απιθώνει ο Ποσειδών.
Ονήσιλε, τι καρτεράς στην πόρτα
με το κεφάλι παραμάσχαλα, τ’ Αγιάννη
και του Λευτέρη και του Βαγορή;
Ονήσιλε, δεν πρέπει,
μα το λαό, που τώρα μας ακούει,
αλλού να ψάχνεις θέατρο. Η θυμέλη
του Διονύσου, εδώ στη Σαλαμίνα,
με το δικό σου αίμα έχει τραφεί
κι έχει μ΄ αυτό γραφεί: να μη χαθεί,
να θυμηθεί, να θυμηθεί, να θυμηθεί
-μια τέτοια πόλη!- Εσέ, ν’ αναστηθεί.
ανθισμένο τριαντάφυλλο
κι εσύ τη φόρτωσες αγκάθια
σου πρόσφερα το σώμα μου
να σεργιανίσεις τους πόθους σου
στην ανθισμένη ακτή του
να βγεις απ’ την αχανή έρημό σου
που έκλεβε τα χαμογέλα των ονείρων
και εσύ το πότισες το δηλητήριο της φθοράς
τα λευκά κρίνα της νιότης
που φύτρωναν στις θηλές του γυμνού ορίζοντα
στο ρόδισμα της ανατολής
άφηναν το αποτύπωμά τους
σε μια ηλιαχτίδα που κυλούσε
στο στραγγισμένο ποτάμι του ερώτα
σαν αποδημητικά πουλιά
άνοιξαν τις φτερούγες στο ματωμένο ουρανό
και χάθηκαν πίσω απ’ το απαίσιο γέλιο της προδοσίας
που στράγγισε το αίμα απ’ τα χείλη της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου