σε μαλακές μολόχες με την πλάτη,
στα γαλανά εκοιτάζαμε τα πλάτη
σε λαγαρό φεγγάρι. Εσύ με χείλια,
σφιγμέν’ από τον πόνο, τα δαχτύλια
τ’ αγγελικά στη βρύση τη γεμάτη
του βιολιού σου βυθίζοντας, το μάτι
με δάκρυα μας εράντιζες. Στη γρίλλια
οπίσω τη μαντεύαμε να μένει
αρώματα θερμά περιζωμένη
κ’ η ψυχή μας, σα μαύρο κυπαρίσσι
όντας βυθάει ο ήλιος δοξασμένα,
εγέμιζε πουλάκια φοβισμένα
και του βιολιού σου εμάτωνεν η βρύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου