Μα δεν ξεχνά η καρδιά πιστή
πως έχει να λογαριαστεί
με τον Κίτσο, με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Ανάγκη κάνει.
Μα’ ρθε και δίσεχτη χρονιά –
μπαμπέση Αλή, κρυφέ φονιά,
που μας πήρες στο κυνήγι
κι’ όπου φύγει κι’ όπου φύγει.
Ένας αφήνει τα βουνά
και πέφτει και σε προσκυνά
κι’ άλλος πάει στην Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα.
Άνεργη ζήση, που χωρίς
ρεμούλα κι’ αίμα δεν μπορείς!
Μόσκοβε, έλα με φρεγάδες!....
Τούτη η άνοιξη, ραγιάδες!....
Κ’ ήρθε το μήνυμα ταχιά:
πρώτη σηκώθηκε η Βλαχιά!
Και γελάσανε τα χείλη
με τ’ αξό το καριοφίλι.
Μα χύμηξε τουρκιά πολλή
και μες στο κάστρο αυτό μας κλει.
Μα ψηλά βαστά η ψυχή μας,
όσο η θάλασσα η δική μας.
Μα τώρα μας την πήρε πια
Αράπης απ’ την Αραπιά!...
Θάνατε, κι’ αν σ’ αντικρύζω,
μα στην πείνα ομπρός λυγίζω.
Δεν είναι τρόπος για να βγεις,
–ω, κάλεσμα της πέρα γης!...–
Στερνό πήδημα να κάνεις
πριν πιαστείς ή πριν πεθάνεις.
Και τότες η καρδιά πιστή
θα πιάσει να λογαριαστεί
με τον Φώτο με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Τύχη κάνει.
(δυνατά) Μα πρώτα πάμε κάτου στα
παράθυρά του τα κλειστά:
«Λόρδε! πριν να ξεψυχήσεις
το μιστό να μας μετρήσεις!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου