βλέπει κανείς πρωί πρωί, στους ντόκους με τα κρένια,
κάποιους που δεν μοιάζουνε πολύ για ναυτικοί,
προς τα καράβια οδεύουνε γελώντας δίχως έννοια.
Πέντ’ έξι οργιές τα μπάρκα τους κι όμοια τόσο πολύ,
που ως να τα βρουν κουράζονται πολλές φορές στη ράδα.
Πλώρη ψηλή ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι είναι το πιο μεγάλο τους ταξίδι μια βδομάδα.
Ένα βρακί ασιδέρωτο φοράνε βρομερό
και μια φανέλα από φιλέ χειμώνα καλοκαίρι,
ένα μαντίλι της φωτιάς δεμένο στο λαιμό
και περπατάν τρεκλίζοντας πιασμένοι από το χέρι.
Όμως περνούν το τρομερό κανάλι του Saint George
κι ορθοπλωρίζουνε για κει που κυβερνάει το πούσι,
που τα καραβοφάναρα, βογκώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τον άμαθο που θα τα προτακούσει.
Περήφανα του Ατλαντικού διαβαίνουν τα νερά,
των φαναριών ακολουθώντας πάντα τις σειρήνες,
χορεύοντας ένα χορό στα κύματ’ αλαφρό,
που οι ναυτικοί των φορτηγών τα λέμε μπαλαρίνες.
Οι Φλαμαντέζοι ναυτικοί γελάν και λένε πως
οι Εγγλέζοι τους πνιγμένους τους κλαίνε μια μέρα μόνο
μ’ αν ήθελαν περσότερο δε θα ‘χανε καιρό:
δέκα απ’ αυτά σαν φύγουνε, γυρνάνε πέντε μόνο.
Από συνήθεια παίρνουνε σε χρήμα την τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χαμ κι ένα κουτί με βρώμη
μα το ‘χουνε προτιμότερο να πιούνε τα λεφτά,
πριν φύγουν και να τους τραβούν στερνή στιγμή οι λοστρόμοι.
Μα είναι τα πιο καλύτερα που γνώρισα παιδιά
Μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυο δυο πιασμένοι,
και δίχως να το νιώσουνε καλά, πολλές φορές
βουλιάζουν με τα μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου