Πάλε μεθυσμένος είσαι (δυόμισυ ώρα της νυχτός!)
Κι αν σου τρέμανε τα πόδια, μα στεκόσουνα στητός
μπρος σε κάθε τραπεζάκι – «Γειά σου Κωσταντή βαρβάτε!"
– «Καλησπερούδια, αφεντικά, πως τα καλοπερνάτε»!
Ένας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας (αχ, εκείνος ο Τριβέλας!)
έκανες, πως δεν ένοιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά.
Η ύπαρξή μου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή μου λίγη, τάχα ο πόνος μου μεγάλος;
Ω! πούσαι, νιότη, πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
΄
Τώρα μες το λασπονέρι σωριασμένος, πώς βαστώ
τα μελίγγια, που χτυπάνε! (Τ’ αποτσίγαρο σβηστό
κρέμεται στα πικρά χείλη). Κι όλο το κορμί σπαρτάρει,
καθώς το δέρνουν η βροχή κι ο αγέρας του Φλεβάρη.
Κι αν ζητώ ναν το κινήσω, δεν ξυπνά μου το μυαλό.
Σ’ ένα κολασμένο βύθος τα ματάκια αργοσφαλώ.
Άξαφνο άστραμμα και σείσμα της ψυχής! Νά σε κοντά μου,
ω Μάρθα μου, ανοιξιάτικη γνώρα κ’ ηλιοχαρά μου!
Δένεις τα λιγνά σου μπράτσα στο λαιμό μου (ωιμέ καημοί)
κ’ η παιδιάτική σου ανάσα έρχεται απάνω μου θερμή:
στο γλυκό σου στόμα βάζω τις δυο φούχτες μου σαν τάσι,
να τη ρουφήξω, που η καρδιά σαν άλλοτες ν’ αγιάσει.
Αλαφρή σαν τη τουλούπα του χιονιού, σκύβεις, πολύ
να με ιδείς στα μάτια μέσα πάντα αγνή, πάντα καλή,
«Σ’ αγαπώ», μου λες φωνούλα σφυριχτή, «γιατί μου μοιάζεις
κ’ έχεις ιδέες αλλόκοτες, που ωραία τις συνταιριάζεις»!
Ω! πώς καιν τα μάγουλά μου από ντροπή (να μην τα ιδείς!)
και ξεσπάω στο κλάμα (πόσο ο ξεπεσμός μου είναι βαθής!)
Είτανε μες την ψυχή μου φλέβες χρυσαφιού· πού νάναι;
Κάνω να σείσω τα φτερά, βαριά και με πονάνε!
Μυστική ’ταν στην καρδιά σου δύναμη για να γρικά
σε καρδιές φουρτουνιασμένες τα κρυφά τους μυστικά:
αν για μας σωμός δεν είναι, πες, αχέ του παραδείσου,
«έτσι θα πέφτουν κ’ οι γενιές, που μας έρχονται πίσου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου