Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού,
μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες.
Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα,
έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.
Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι
και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε,
σήμερα ονειρεύομαι για σας
μάτια που να σας συντροφέψουν μ’ ένα φως καλύτερο.
Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο.
Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας
ζωγραφιές ηράκλειες.
Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή
δίχως ν’ αστροπελεκιστεί απ’ το θάνατο,
εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα
θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο και θα γεννηθεί.
Εκείνος θα `χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες
μα θα είναι νέος, νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού
που χύνεται από το πλευρό της μέρας.
Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού.
Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά,
μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου