Ανθολόγηση :
Δημήτριος Γκόγκας
«Η Πόλις» / 1910
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια
πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε
προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’
είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους
μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου
το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια
μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που
τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η
πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους
ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και
μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα
στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν
έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι
που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην
κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
**
«Η Σατραπεία» /1910
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Aυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
**
«Μάρτιαι Ειδοί» / 1911
Τα
μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και
τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν
μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες
ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο
εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι
όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι
περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε
κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής
περίβλεπτος με συνοδεία,
αν
τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας
Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και
λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι
μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη
λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε
ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που
χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους
βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η
Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα
σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου.
**
«Σοφοί δε Προσιόντων» /1915
Θεοί
μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον, VΙΙΙ, 7
Οι
άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα
μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις
και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των
μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται.
Η ακοή
αυτών
κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται.
Η μυστική βοή
τούς
έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και
την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω,
ουδέν ακούουν οι λαοί.
**
Απολείπειν ο
Θεός Αντώνιον /1911
Σαν έξαφνα, ώρα
μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια
που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια
που χάνεις.
**
Όσο Μπορείς / 1913
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς
την,
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
**
«Τρώες» / 1905
Είν’ η
προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η
προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι
κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’
επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε
θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα
πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει
και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει. –
Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε
πως με απόφασι και τόλμη
θ’
αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω
στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η
τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται
η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα
απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας
να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η
πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα
τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των
ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά
για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.
**
«Οροφέρνης» / 1915
Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μοιάζει
σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,
το
έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός
είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.
Παιδί
τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία,
απ’ το
μεγάλο πατρικό παλάτι,
και
τον εστείλανε να μεγαλώσει
στην
Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους.
A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες
που
άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε
πλήρη την ηδονή.
Μες
στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός·
αλλά
στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
με
περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
το
σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’
τους ωραίους της Ιωνίας νέους,
ο πιο
ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.
Κατόπι
σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία
μπήκαν,
και τον εκάμαν βασιλέα,
στην
βασιλεία χύθηκεν επάνω
για να
χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,
για να
μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
και
για να ευφραίνεται, και να κομπάζει,
βλέποντας
πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.
Όσο
για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι —
ούτ’
ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.
Οι
Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν·
και
στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι
του
Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.
Μια
μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του
συλλογισμοί
ασυνείθιστοι διεκόψαν·
θυμήθηκε
που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα,
κι απ’
την παληάν εκείνη Στρατονίκη,
κι
αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας,
και
Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Για
λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη,
κι
ανίκανα, και μισοζαλισμένος
κάτι
εζήτησε να ραδιουργήσει,
κάτι
να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,
κι
απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.
Το
τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη·
ή ίσως
η ιστορία να το πέρασε,
και,
με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα
δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.
Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια
χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα,
απ’
την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια
μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός
είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.
**
«Φιλέλλην» / 1912
Την
χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις
σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το
διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα
τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η
επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’
υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα
παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που
όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’
όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι
πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας
δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ
πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη,
προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά
το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να
χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και
τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα
«Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω
απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι
και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού
το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και
τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας
έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και
στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε
ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
**
«Ηρώδης Αττικός» / 1912
A του Ηρώδη
του Aττικού τι δόξα είν’
αυτή.
Ο Aλέξανδρος της Σελευκείας,
απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στας Aθήνας να
ομιλήσει,
βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης
ήταν στην εξοχή. Κ’ η νεολαία
όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.
Ο σοφιστής Aλέξανδρος λοιπόν
γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,
και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει.
Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,
«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζύ κ’ εγώ.»—
Πόσα παιδιά στην Aλεξάνδρεια
τώρα,
στην Aντιόχεια, ή στην Βηρυτό
(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),
όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια
που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,
έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.
Άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των,
και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη—
ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά;—
κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει
οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου