……Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
……Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
……Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
……Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
……Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
……ὅπως οἱ ἥρωες.
Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου