Πριν έρθουν οι Τσέτες, διάβαζα για την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Διονύσιος μιλούσε και μου έλεγε πως:
«Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει…»
Πώς να τον πιστέψω με τόση χαρά Ελλάδας στα χώματα μας;
Ήθελα ν΄ ανοίξω ολοζώντανους δρόμους στη θάλασσα,
να τους στρώσω χαλίκια, κοχύλια και φύκια.
Με φτυάρι και αξίνα.
Να έσκαβα το νερό του Αιγαίου.
Μέρα παρά μέρα βρισκόμασταν,
όμορφες μέρες και κείνη η Τρίτη πιο όμορφη από ποτέ,
φώναξα τη γειτόνισσα: «Κυρά Σμυρνιά, κόπιασε να πιούμε το σέρτικο»
Με μια φθαρμένη βαλίτσα κι αρχοντιά, μ΄ απάντησε στάζοντας σάλιο
και βαριά ανάσα : «Όρεξη την έχεις, πλησιάζουν κι ούτε που σκιάζεσαι.
Βάζουν φωτιές… πάμε καημένε»
Μα που να πάω.
Πώς να αφήσω αυτά τα σύννεφα που όριζαν τον ουρανό μου.
Πως ν΄ αφήσω τις μυρωδιές της αυλής μου.
Όλο ψέματα έλεγα.
Έβαζα κέρινα φτερά κι όποτε σηκωνόμουν ένα Δαιδάλειος ήλιος μου τα έκαιγε.
Κι ας μύριζαν Πασχαλιές στο πέλαγος, ας μύριζε Πατρίδα.
Πατρίδα μου ήταν η Σμύρνη, φωλιά μου.
Πήρα ακόμα ένα κλαράκι να την αρματώσω.
Κι ούτε που κατάλαβα πως ένα κύμα δροσιάς έφυγε
και μια λάβα βασίλευσε στον Κάμπο.
* Α΄βραβείο στον 22ο Ετήσιος Διεθνή Διαγωνισμός Ποίησης, του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ» με Θέμα: Την Πατρίδα μ’ έχασα… [2022]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου