(Προτείνει η Βασιλική Κοκκίνου)
"Στη μητέρα μας το Αιγαίο, κάθε Αύγουστο φυσούν τα μελτέμια. Είναι ο καιρός τους. Τα κύματα δέρνουν τους γυμνούς βράχους των νησιών, και στις ασέληνες νύχτες στεφανώνουν τον αφρό τους με άστρα. Σε κάποιο νησί του αρχιπελάγους μας είναι ένας κόρφος. Λένε πως στο βυθό του αναπαύονται οι αρχαίες θαλασσινές θεότητες του Αιγαίου. Μια απ’ αυτές τις νύχτες του καλοκαιριού θα ξυπνήσουν και θ’ ανεβούν στην επιφάνεια. Είναι ο καιρός τους. Θα πάνε ως το ακρογιάλι και θα ρωτήσουν τα γέρικα δέντρα, τις ελιές με τους τυραννισμένους κορμούς, να μάθουν αν τίποτα νέο υπάρχει από την Ελλάδα – για τον Πάνα και για τους Σατύρους. Τα φύλλα θα σαλέψουν αλαφρά για ν’ αποκριθούν πως 'Όχι. Τίποτε ακόμα'. 'Άραγες θα ζουν;' θα ρωτήσουν πάλι οι πικραμένες θεότητες. Κι οι ελιές που είναι βέβαιες γι’ αυτό θα τις ησυχάσουν. 'Ω! Πώς γίνεται να πεθάνουν;"
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ
Αλήθεια, πώς γίνεται να πεθάνουν; Απ’ όλους τους λαούς που ζήλεψαν τις χάρες ενός ουρανού πάντα γελαστού και μιας γης πάντα απλόχερης, εκείνοι που απόθεσαν δυνατότερα τη σφραγίδα της παρουσίας τους στη Μικρά Ασία ήταν οι Έλληνες. Αιολείς και Ίωνες στην αρχή, Γραικορωμαίοι και Βυζαντινοί αργότερα, περιφρονημένοι ραγιάδες στο τέλος, ουδέποτε, από τους χρόνους της προϊστορικής ομίχλης, έως το 1922 δεν έπαψαν να συνθέτουν το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτισμικό στοιχείο της περιοχής. Ο Πατέρας της Ιστορίας Ηρόδοτος και ο μεταγενέστερός του Παυσανίας – Μικρασιάτες και οι δύο- μας πληροφορούν ότι οι Έλληνες άποικοι που πρωτοπάτησαν εκεί ήταν κυρίως Αθηναίοι, με αρχηγό τον Άνδροκλο, γιο του ηρωικού βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Λίγο αργότερα, αμέσως μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου, οι παλαίμαχοι Αχαιοί οπλίτες του Αγαμέμνονα περιπλανιούνται με τη σειρά τους στις ακτές, σπέρνοντας στο διάβα τους καινούριες πολιτείες – Μίλητος, Έφεσος, Φώκαια, Πέργαμος, Αλικαρνασσός. Αυτοί είναι οι ιδρυτές της Ιωνίας. Καμιά εξηνταριά χρόνια μετά τα Τρωικά κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι Αιολείς άποικοι, φυγάδες από την ίδια την πατρίδα τους, εξαιτίας της εισβολής των Θεσσαλών. Αποβιβάζονται στον Έρμαιο ή Ερμαϊκό κόλπο, εκεί όπου σε λίγο θα ξεπροβάλει η Σμύρνη. Αυτές οι αρχαίες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας υπήρξαν αστραφτερά μετέωρα που σελάγισαν και φώτισαν το μολυβένιο ουρανό ενός κόσμου βουτηγμένου στην άγνοια και στη βαρβαρότητα, με πρώτη και καλύτερη τη Σμύρνη.
Προικισμένη με ένα αρκετά μεγάλο φυσικό λιμάνι και ευρισκόμενη στη μέση του Αιγαίου αρχιπελάγους, η Σμύρνη είναι η αντιπροσωπευτική ιδανική πόλη-λιμάνι, με σημαντική δραστηριότητα από την αρχαιότητα. Ωστόσο κατά τον 18ο αιώνα, η Σμύρνη αναδείχθηκε ως το μοναδικό και με διαφορά πιο σημαντικό διεθνές λιμάνι στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπερτερούσε όλων των άλλων λιμανιών, περιλαμβανομένων της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και της Αλεξάνδρειας. Χειριζόταν τον μεγαλύτερο όγκο εμπορίου, στις εισαγωγές και στις εξαγωγές μεταξύ της τεράστιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης, από τη Δύση και την Περσία και από την Άπω Ανατολή. Κυριαρχούσε στους εμπορικούς δρόμους από ξηρά και θάλασσα. Η πόλη-λιμάνι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, με τον ρυθμό να επιταχύνεται στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η θεαματική και παρατεταμένη άνοδος της Σμύρνης, που από κεκτημένη ταχύτητα συνεχίστηκε και κατά τον επόμενο αιώνα, μειώθηκε μόνο με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Όμως η Σμύρνη τράβηξε και με την ομορφιά της τους ξένους επισκέπτες και περιηγητές που πάντοτε σχεδόν περιλάμβαναν αυτή την πόλη στον προγραμματισμό του ταξιδιού τους. Κατασπρη και "δυτικότροπη" βρίσκουν τη Σμύρνη, όταν την πρωταντικρίζουν οι ταξιδιώττες. Τα λευκά μεγαλόπρεπα κτήρια της παραλίας, σπίτια και εμπορικά Ελλήνων και Εβραίων και η εντυπωσιακή στην όψη προκυμαία, επηρεάζουν σίγουρα άμεσα τη θέα. Η προκυμαία, το καμάρι της Σμύρνης, στην κατασκευή της οποίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η τεράστια εμπορική ανάπτυξή της.
Αλλά ας δούμε πώς περιγράφουν με τη λογοτεχνική τους πένα οι συγγραφείς μας την πρωτεύουσα της Ιωνίας, τη Σμύρνη, όταν την βλέπουν από ψηλά.
Αλήθεια, τι ωραιότης από δω πάνω, - δηλαδή, τι ομορφιά. Ο ουρανός αγκάλιαζε τα νιάτα. Μες το μαγιάτικο καταμεσήμερο, ένα θάμπος από χρυσογάλανη αποθέωση άχνιζε τον ορίζοντα και καταστάλαζε στα διάσελα. Μα λίγο πιο κάτω από τα κορφοβούνια, ο ήλιος έκανε την απογραφή της πλάσης. Ο κάθε βράχος, το κάθε φαράγγι, ως και η κάθε πέτρα, ξεχωρίζανε πάνω στα δύο βουνά, τον Τμώλο και το Σίπυλο, τα λάξευε ο ήλιος με τα χίλια καλέμια της αχτιδοβολιάς του – και ύστερα, στον κάμπο, καταπιανότανε ψιλοδουλειά τις φυλλωσιές, ένα ένα φυλλαράκι, κοσκινίζοντας επάνω τους χρυσόσκονη. Μοναχικοί κουλάδες, περήφανοι στη μοναξιά τους, αναβλύζανε μέσ’ απ’ το πράσινο, πέρα, κατά το Καζαμίρ και το Σεβδίκιοϊ, εκεί όπου φλόκωνε μακρόσυρτος ο άσπρος καπνός του τραίνου, και πιο δώθε, έτσι που ν’ άνοιγες απεθαμή το χέρι σου θα τ’ άγγιζες, πνιγμένοι μες στ’ αμπέλια, μες στα πρεβόλια, μες στα λιόδεντρα και τους μπαξέδες, πράσινο παραλήρημα ο ψηλοθώρητος Κουκλουτζάς, ο Μπουρνόβας με τα πλατάνια και τα τρεχάμενα νερά, κι εκεί που σκαρφαλώνουν κάτι τσάμια είναι το Κοζαγάκι, και πλάι του ο χιλιαγαπημένος ο Μπουτζάς – όλ’ αυτά μιαν άλλη ατόφια ρωμιοσύνη...
Και τα θαλασσοπούλια, σκόρπια μέσα στη λάμψη τ’ ουρανού, ζυγιάζανε με ορθάνοιχτες φτερούγες και βουτούσανε από ψηλά.
Και στην καρσινή μεριά του κόρφου, η Άγια τριάδα, το Μπαϊρακλή, το Κορδελιό, προφτάσανε να καθρεφτιστούν μια τελευταία φορά για σήμερα, στ’ ασάλευτα γαλαζωπά νερά. Γιατί το αναρίγισμα της θάλασσας προχωρούσε απ’ το μπουγάζι, ολοένα κατά δω, κι ανέβαινε κιόλας μια φρεσκάδα, παλεύοντας με την κάψα του βουνού. Τα παιδιά τα θωρούσανε όλα αυτά, δίχως να τα χορταίνει η ψυχή τους. Τα χάραζε βαθιά ο νους μέσα στη θύμηση, σα να προαισθανότανε από τώρα, πως σε είκοσι χρόνια, μονάχα στ’ όνειρό τους θα τα βλέπανε. Όσα θα γλιτώνανε.
Πράγματι, είναι απορίας άξιο πώς αυτή η για 500 χρόνια τουρκόπολη κατάφερε όχι μόνο να περισώσει την ελληνική της φυσιογνωμία αλλά και να εξελιχτεί στην ευρωπαϊκή μεγαλούπολη που εγκατέλειψαν οι Έλληνες και έκαψαν οι Τούρκοι το 1922
Θρυλική έχει μείνει η κοσμική ζωή της ιωνικής πρωτεύουσας που πυρήνας της ήταν η εύπορη ελληνική τάξη, ενισχυμένη όμως και από την ποικιλόχρωμη αριστοκρατία των ξένων διπλωματών, καθώς και των αξιωματικών του ναυτικού, που τα πλοία τους έφταναν συνεχώς στο λιμάνι. Σε καιρούς όπου το βικτωριανό πνεύμα προπορευόταν από την ίδια τη Βικτωρία, σκεπάζοντας με τις μελαγχολικές φτερούγες της υποκριτικής σεμνοτυφίας του την Ευρώπη, οι «Ανατολίτες» της Σμύρνης, άντρες και γυναίκες, γλεντούσαν με όλη τους την καρδιά και με ανυπόκριτη ειλικρίνεια. Παριζιάνοι, Λονδρέζοι και Βιεννέζοι έμεναν εμβρόντητοι όταν έφταναν σ’ αυτή την όαση της ελευθερίας, της ανεμελιάς, της νυχτερινής ζωής και των ωραίων γυναικών.
Ειδικότερα για τις γυναίκες της Σμύρνης, πολύ λίγοι πέρασαν από κει χωρίς να τους συναρπάσει η εντελώς ιδιόμορφη γοητεία τους. Ωραίες και έξυπνες, εξελιγμένες και κοσμοπολίτισσες, μορφωμένες και πολύγλωσσες, με πνεύμα σπιθάτο, αν και με κινήσεις κάπως αργόσυρτες, επιβάλλονταν αμέσως στους ξένους επισκέπτες.
Το δίστιχο που ακολουθεί εκφράζει με παραδειγματικό τρόπο τη θέση που κατέχει η γυναίκα στη θεματολογία των τραγουδιών της Σμύρνης.
ΛΕΝΙΩ
Βασίλισσα κι αν ήσουνα δε θα 'χες τέτοια χάρη
να σου γυρεύουν το φιλί σαν το μαργαριτάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου