Οι γονείς μου, οι νεκροί στον ουρανό,
σε μια βάρκα με το διάφανό της πάτο,
κωπηλάτες των αιθέρων προς τα κάτω
κάθε μέρα με το βλέμμα τους τ’ αγνό,
με θωρούν από ψηλά κι όπως φρονώ,
ησυχάζουν μόλις δουν ότι το πιάτο
είναι πάνω στο τραπέζι μου γεμάτο
και μ’ αυτούς στους ουρανούς καλοπερνώ!
Οι ψυχές τους μ’ όσα βλέπουν αγαλλιάζουν
κι έρχονται κάτω στη γη και μ’ αγκαλιάζουν
και σαν δυο θεοί, ως από μηχανής,
μου γεμίζουν την ψυχή παραμυθία
κι απ’ το χέρι με κρατάνε στην ευθεία!
Γιατί μένουν και νεκροί πάντα γονείς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου