Το σφαγείο
Το μεσημέρι χτυπάνε στο
γραφείο
μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ αύριο εγώ
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα `μαστε παρέα
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Που πάει να πει
σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο ουρανό
*
Στον άγνωστο ποιητή
Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από τη Γερμανία στην Τασκένδη,
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά,
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.
Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες,
δέροντες και δερόμενοι,
διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
κατέχοντες και κατεχόμενοι,
διηρημένοι οι Έλληνες.
Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
απορούν τα βουνά και τα έλατα,
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια,
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου,
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές,
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω.
Κι όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις
σκοπιές,
η μνήμη κατοικεί μέσα στα ληθάρια,
φωλιάζει στα κίτρινα φύλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσ’ εσύ πολύμορφο ποτάμι,
τυφλό από το αίμα, κουφό από το δόγκο,
ανήμπορο από το μέγα μίσος και τη μεγάλη αγάπη,
που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι
δυο χειροπέδες σφιγμένες σε δυο ποτάμια,
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας,
ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να
ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π’ άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσ’ εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφόβαφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αβγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αν ποτές να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
Πάσχα Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή σε σε κράζω.
*
Ο καβαλάρης του ουρανού
Ο καβαλάρης του ουρανού
φάνηκε πάνω στην κορφή,
κρατεί στο χέρι την αυγή
και στ’ άλλο τη ζωή μου.
Το παλληκάρι το παλληκάρι
θα `ρθει το βράδυ στις εννιά
βοήθα Χριστέ και Παναγιά.
Ο καβαλάρης του βουνού
φάνηκε στα σοκάκια,
κρατεί στο χέρι κεραυνούς
και στ’ άλλο αναστεναγμούς.
Το παλληκάρι το παλληκάρι
θα `ρθει το βράδυ στις εννιά
βοήθα Χριστέ και Παναγιά.
Ο καβαλάρης του ουρανού
παίρνει μαζί του την αυγή,
παίρνει το χέρι που σκορπά
και τ’ άλλο που θερίζει.
Το παλληκάρι το παλληκάρι
θα `ρθει το βράδυ στις εννιά
βοήθα Χριστέ και Παναγιά.
*
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ - 1959
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
περιστεράκι στον ουρανό...
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω,
βλέπω την πούλια και τον Αυγερινό.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω νά `μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα,
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
βαρκούλα στο Σαρωνικό...
Σαρωνικέ μου, τα κυματάκια σου δώσ’ μου,
δώσ’ μου τ’ αγέρι, δώσ’ μου το πέλαγο.
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω νά `μπω στην κάμαρή σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα,
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,
δεντράκι στο Βοτανικό...
Πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα,
πέφτουν οι ώρες, πέφτω, λιποθυμώ.
Η μάνα μου είναι τρελή
και με κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω νά `μπεις στην κάμαρή μου
σου ρίχνω μεταξωτό σχοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπει η νύχτα
μας βλέπουν τ’ άστρα κι η χαραυγή.
*
Απαγωγή - 1959
Θα πάρω μια βαρκούλα
μανούλα
μου στον Κάτω Γαλατά και στην Αθήνα
θα `ρθω καρδούλα μου καβάλα στο Νοτιά.
Και σαν θα `ρθει το δειλινό στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα να κόψω τ’ άστρα
τ’ ουρανού και τον Αυγερινό.
Θα βάλω στη βαρκούλα μανούλα μου
λουλούδια και φιλιά δυο γλάροι ταξιδεύουν
καρδούλα μου καβάλα στο Βοριά.
Και νάτη η Κρήτη φάνηκε γαλάζια και ξανθιά
τη θάλασσα στα μάτια της
τον ουρανό στην αγκαλιά, τον ήλιο στα μαλλιά.
Θ’ αράξω τη βαρκούλα μανούλα μου
μπροστά σε μια σπηλιά θα σε ταΐζω χάδια
καρδούλα μου καβούρια και φιλιά.
Στη μάνα μου, στον κύρη μου λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά,
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού και τον Αυγερινό.
*
Ανατολή σε λέγανε - 1978
Ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
ήρθες στ’ όνειρό μου, άστατο πουλί.
Ανατολή σε λέγανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
κι αγγέλοι σε νταντεύανε
ανατολή σε λέγανε.
Σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δεν μπορώ
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
θέλω να πετάξω σ’ άλλον ουρανό
σ’ άπλωσα το χέρι μου πες δεν μπορώ.
Τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς.
*
Σωτήρης Πέτρουλας/ 1975
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη
Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
σε πήρε ο Λαμπράκης σε πήρε η Λευτεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
αηδόνι και λιοντάρι βουνό και ξαστεριά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
οδήγα το λαό σου οδήγα μας μπροστά
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μάς καλούνε
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου