Η πόρτα υποχώρησε με το γνώριμο σούρσιμο. Έπρεπε να φωνάξει μάστορα να τη φτιάξει, νεκρούς ανάσταινε. Στο άνοιγμά της εμφανίστηκε η Μαριάννα! Στην όψη της ξημέρωσε! Αυθόρμητα άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει… Εκείνη όμως δεν αντέδρασε. Μπούκαρε Μεγάλη Παρασκευή, ρίχνοντας θυμωμένες ματιές στο σπίτι. Στην κίνηση επάνω, πέρασε από μέσα της, μεταδίδοντάς της το τρέμουλο της ψυχής της.
«Κοριτσάκι μου, πόσες μέρες έχω να σε δω; Τι έγινες; Τι σου συμβαίνει;» ρώτησε με λαχτάρα… Η Μαριάννα πάλι δεν αντέδρασε. Προχώρησε ακάθεκτη. Πήρε να τριγυρίζει στα δωμάτια. Την ακολούθησε κατά πόδας που άγγιζε τα έπιπλα, τα διακοσμητικά. Όταν έφτασε στις αραδιασμένες φωτογραφίες πάνω στο πιάνο, την έπιασε να δακρύζει. Χάιδευε τα οικεία πρόσωπα στις κορνίζες ξεσπώντας σε κλάματα. Κόλλησε στο πλάι της. Προσπάθησε να την ηρεμήσει με τη ζέστη της. Η Μαριάννα ρούφηξε τη μύτη της. Σκούπισε τα δάκρυα με την ανάστροφη του χεριού, τινάζοντάς το αγανακτισμένα, δίχως να δείχνει ότι αισθάνθηκε την παρουσία της.
«Εδώ είμαι παιδί μου. Πες στη μαμά….» πήρε φόρα να την παρηγορήσει. Έκοψε όμως την πρόταση στη μέση, παρατηρώντας το σπίτι της για πρώτη φορά…. Οι καθρέφτες καλυμμένοι με σεντόνια. Οι καρέκλες και τα έπιπλα τραβηγμένα. Στο πάτωμα, σκόρπια ξεραμένα ροδοπέταλα. Στο σαλόνι καμένα κεριά… Ασυναίσθητα, τέντωσε τα χέρια μπροστά στα μάτια της. Δεν τα έβλεπε! Κοίταξε προς τα κάτω. Ούτε τα πόδια της έβλεπε! Είχε πεθάνει λοιπόν; Γι’ αυτό δεν κρατούσε το μπαστούνι που τη στήριζε χρόνια; Γι’ αυτό ένιωθε τόσο ελαφριά, με το μυαλό όμως θολό σα να έβγαινε από λήθαργο;
Πριν προφτάσει να καταλάβει, τη τρόμαξαν οι ξαφνικές γρήγορες κινήσεις της Μαριάννας! Με ορμή, κατέβαζε τα σεντόνια από τους καθρέφτες. Πετούσε τα κεριά σε σακούλες. Άνοιγε τα συρτάρια το ένα πίσω από το άλλο. Ψαχούλευε άτσαλα ρίχνοντάς τα όλα έξω ανάκατα, ότι φύλαγε εκείνη μια ζωή. Πατούσε από πάνω. Ξέστρωνε τα έπιπλα. Μάζευε τις φωτογραφίες. Σωστή λαίλαπα. Εκείνη ξέχασε τη κατάστασή της, έσπευσε να της πιάσει τα χέρια. «Τι κάνεις!» ήθελε να ουρλιάξει, «γιατί τα καταστρέφεις όλα!». Μάταιη όμως η προσπάθεια. «Κάνει ρεύμα εδώ μέσα; Μπας και ξεχάσαμε καμιά μπαλκονόπορτα ανοιχτή στη κηδεία;» την άκουσε να μουρμουρίζει ενώ συνέχιζε ακάθεκτη το σαρωτικό της έργο στη κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε τη ντουλάπα. Πήρε να ρίχνει χωρίς διάκριση τα ρούχα της στο κρεβάτι.
«Μη! Όχι αυτό! Το φορούσα στον αρραβώνα μου! Κι αυτό στην αποφοίτησή σου! Δε τα λυπάσαι;» φώναζε εκείνη χωρίς φωνή.
Όταν πια άδειασε τα πάντα, την είδε που ανακάλυψε σε μια γωνιά κάτω από κάτι τσάντες, το κουτί με το θησαυρό της. Τα κοσμήματα, η ερωτική της αλληλογραφία, ενθύμια προσωπικά. Η Μαριάννα το πήρε στα χέρια της απορημένη. Κάθισε πάνω στο σωρό με τα ρούχα για να το εξερευνήσει. Εκείνη από τη σύγχυση σχεδόν κόλλησε στο ταβάνι. Τώρα θα μάθαινε ότι κρατούσε μόνο για τον εαυτό της… «τι ματαιοδοξία να τα κρατώ τόσα χρόνια!!» μάλωσε τον εαυτό της. Φουρφούρισε πλάι στο κουτί. Η Μαριάννα έλυνε βιαστικά κόμπους, έσχιζε κιτρινισμένους φακέλους, διάβαζε, έτριβε με τ’ απρόσεχτα δάχτυλά της αποξηραμένα λουλούδια. Εκείνη παρακολουθούσε, ανήμπορη να παρέμβει. Γυμνή στο εξεταστικό της βλέμμα, έχανε σταδιακά τις δυνάμεις της…
«ώστε έτσι μανούλα; Famme fatal υπήρξες και σε μας το έπαιζες αυστηρή…» την άκουσε να σχολιάζει χασκογελώντας τη στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι. Η Μαριάννα πέταξε τα γράμματα στο πάτωμα. Παράχωσε βιαστικά τα κοσμήματα στη τσάντα της κι έτρεξε ν’ ανοίξει. Εκείνη πετάρισε νοσταλγικά πλάι στους φακέλους σα για να τους προστατέψει.
Μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι γέμισε φωνές από 4-5 άξεστους νταγλαράδες που έσερναν χαρτόκουτα. Πατούσαν αυθάδικα με τα βρώμικα παπούτσια τους σε ότι υπήρχε στο διάβα τους, κάπνιζαν, έσβηναν τα τσιγάρα στο πάτωμα. Ανάμεσά τους η Μαριάννα συνέχιζε πιο φουριόζικα τη λεηλασία. Έδινε εντολές. Αυτά θα πάνε εκεί, τα άλλα εδώ, τα περισσότερα για πέταμα ή για δόσιμο.
Εκείνη ανάστατη, βάλθηκε να τους ακολουθεί σε κάθε διαλογή με κόπο. Να σπαράζει κάθε τόσο, «αυτό είναι το φλιτζάνι του καφέ μου, τριάντα χρόνια το έχω… Το μπιμπελό μου το έφερε δώρο ο μπαμπάς σου από το ταξίδι του στη Ρόδο… Το κόκκινο τασάκι είναι μουράνο, αγορασμένο στο ταξίδι του μέλιτος στην Ιταλία…». Αμέτρητες οι απώλειες, δε προλάβαινε. Κάποτε απόκαμε, τους παράτησε. Πήγε να χωθεί στο μπάνιο, στη μπανιέρα. Εκεί τουλάχιστον δεν είχε τίποτε να πάρουν.
«έχεις πεθάνει Ερασμία, έχεις πεθάνει. Τι γυρεύεις εδώ στα υλικά και στ’ ανθρώπινα; Άσε πια το παιδί να κάνει ότι θέλει…» έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της για να τον πείσει.
«Ναι, πωλείται… Το ξέρω, είναι πολύ ωραίο διαμέρισμα αλλά δε χρειάζεται σε κανέναν πια…» πήρε το αυτί της να εξηγεί η Μαριάννα στους αχθοφόρους κι η ταραχή τη φούσκωσε πάλι. «Πωλείται, δε χρειάζεται πια..» Πετάριζε μες στο μπάνιο πουλί εγκλωβισμένο. Πόσο θα ήθελε να είχε χέρια να κλείσει τ’ αυτιά της! «Αφού πέθανα γιατί να βλέπω και ν’ ακούω ακόμα;» χτυπιότανε.
Κάποτε, οι φωνές, τα σουρσίματα, τα χτυπήματα, έπαψαν. Νύχτωνε… Το κλειδί γύρισε ξερά πολλές φορές στην πόρτα… Εκείνη παραξενεμένη χαλάρωσε… Βεβαιώθηκε για την πλήρη ακινησία για ώρα και τόλμησε να ξεμυτίσει από το μπάνιο. Βγαίνοντας, την υποδέχτηκε κενός ξένος χώρος. Άδειοι τοίχοι, άδεια δωμάτια.. Μόνο σκουπίδια και σιωπή ν’ αντηχεί. Ούτε την ανάμνησή της δε βρήκε..
Σαν ανάσα γλίστρησε από τις γρίλιες των παντζουριών κι έσβησε μες στη νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου