αντιπροχθές εμπήκα
και μέσα κηποφύλακα
τον Έρωτα ευρήκα.
Γλυκή μηλιά εφύλαγε
με δυο μοσχάτα μήλα
εις δυο λεπτά μισόσκεπα
παρασυρμένα φύλλα.
Kαι όσο και τα πρόσεχε,
εγώ κρυφά γλιστρούσα
και μύριζα τον μόσχον τους
και τα καταφιλούσα.
Φιλώντας και μυρίζοντας
αχόρταστα με βίαν,
ζαλίσθηκα και μέθυσα
από την ευωδίαν.
Kαι μεθυσμένος λάθευσα,
κι αντί να τα φιλήσω
αγαλινά τα δάγκασα
χωρίς να το θελήσω.
Mα τη μηλίτσα, Έρωτα,
δεν τό 'καμ' από πάθος·
η μέθη με κατάντησε
σ' αυτό τ' ολίγο λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου