Οι ινδιάνοι του Περού συνηθίζουν ν' ανταλλάζουνε δαχτυλίδια στους αρραβώνες, δαχτυλίδια που βρίσκονται στη κατοχή τους πολλά χρόνια. Συχνά τούτα τα δαχτυλίδια μοιάζουν μ' αλυσίδες.
Ένας πανέμορφος ινδιάνος ερωτεύτηκε μια περουβιανή ισπανικής καταγωγής, αλλά συνάντησε την άγριαν αντίδραση από τη πλευρά της οικογένειάς της. Οι ινδιάνοι είχανε τη φήμη πως είναι τεμπέληδες κι εκφυλισμένοι κι ότι γεννούσαν ασθενικά κι ανασφαλή παιδιά, κυρίως όταν το αίμα τους έσμιγε με σπανιόλικο.
Παρά την αντίδραση, το νεαρό ζευγάρι γιόρτασε τους αρραβώνες του με τους στενούς του φίλους. Ο πατέρας της κοπέλας εμφανίστηκε στη διάρκεια του γλεντιού και τους απείλησε πως αν ποτέ συναντούσε τον ινδιάνο να φορά το δαχτυλίδι που μόλις του δωσεν η κόρη του, θα το αποσπούσε από το δάχτυλό του με τον πιο άγριο τρόπο κι αν χρειαζότανε θα του κοβε και το δάχτυλο. Το περιστατικό χάλασε το γλέντι. Όλοι γυρίσανε σπίτια τους και το νεαρό ζευγάρι χώρισε με την υπόσχεση να συναντηθούνε μυστικά.
Έπειτα από πολλές δυσκολίες, σμίξανε ξανά κάποια βραδιά και ριχτήκαν με πυρετό στα φιλιά, ώρα πολλή. Η γυναίκα είχε ξεσηκωθεί από τα φιλιά του. Ήταν έτοιμη να του δοθεί, νιώθοντας πως αυτή η βραδιά ίσως ήταν η τελευταία που θα βρισκότανε μαζί του, γιατί ο θυμός του πατέρα της κάθε μέρα μεγάλωνε. Ο ινδιάνος όμως ήταν αποφασισμένος να μη τη κάνει δική του στα κρυφά. Εκείνη τότε παρατήρησε πως δε φορούσε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό του. Η ματιά της έγινε ερωτηματική. Εκείνος της είπε στο αφτί:
- «Το φορώ κει που δε φαίνεται. Το φορώ κει που κανείς δε μπορεί να το δει και μ' εμποδίζει να κάνω έρωτα σε σένα ή σε οιαδήποτε άλλη γυναίκα μέχρι να παντρευτούμε».
- «Δε καταλαβαίνω», είπεν η κοπέλα, «που 'ναι το δαχτυλίδι»;
Τότε κείνος πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο απόκρυφο μέρος ανάμεσα στα πόδια του. Στην αρχή τα δάχτυλά της νιώσανε το πέος του, έπειτα τα οδήγησε και νιώσανε το δαχτυλίδι στη βάση του. Όμως στο άγγιγμα των δαχτύλων της το πέος του σηκώθηκε κι εκείνος ούρλιαξε γιατί το δαχτυλίδι τον έσφιγγε και του προξενούσε πόνο.
Η κοπέλα σχεδόν λιποθύμησε από φρίκη. Ήταν σα να θελε κείνος να σκοτώσει και ν' ακρωτηριάσει τον πόθο μέσα του. Ταυτόχρονα όμως στη σκέψη του δεμένου και σφιγμένου από το δαχτυλίδι της πέους, ερεθίστηκε τρομερά σεξουαλικά, τόσον ώστε το κορμί της άναψε κι έγινε ευαίσθητο σε κάθε είδους ερωτικές φαντασιώσεις. Εξακολουθούσε να τον φιλά, παρά τις ικεσίες του να σταματήσει γιατί πονούσε όλο και πιο πολύ.
Λίγες μέρες αργότερα, ο ινδιάνος υπέφερε και πάλι, μα δε μπορούσε να πετάξει από πάνω του το δαχτυλίδι. Έπρεπε να φωνάξουνε γιατρό για να του το βγάλει. Η γυναίκα ήρθε πάλι και του πρότεινε να κλεφτούν. Εκείνος δέχτηκε. Ανεβήκανε στ' άλογα και ταξιδέψαν μιαν ολάκερη νύχτα μαζί, ως τη πιο κοντινή πόλη. Εκεί την έκρυψε σ' ένα δωμάτιο και πήγε να βρει δουλειά σε κάποιο αγρόκτημα. Εκείνη δεν άφησε το δωμάτιο ώσπου να κουραστεί ο πατέρας της να τη ψάχνει. Μόνον ο νυχτοφύλακας της πόλης ήξερε για τη παρουσία της. Ο φύλακας ήταν νέος και την είχε βοηθήσει να κρυφτεί. Από το παράθυρό της τον έβλεπε να περπατά πάνω-κάτω, κρατώντας τα κλειδιά των σπιτιών και να φωνάζει:
- «Η νύχτα είναι καθαρή κι όλη η πόλη είναι ήσυχη».
Όταν κάποιος γύριζε σπίτι του αργά, χτυπούσε τις παλάμες, καλώντας τον φύλακα. Ο φύλακας του άνοιγε τη πόρτα. Όσο ο ινδιάνος βρισκότανε στη δουλειά του, ο φύλακας κι η γυναίκα κουβεντιάζαν αθώα. Της διήγηθηκε για ένα έγκλημα που χε διαπραχτεί πρόσφατα στο χωριό: Οι ινδιάνοι που αφήνανε τα βουνά και τις δουλειές τους στ' αγροκτήματα και κατεβαίνανε στη ζούγκλα, γίνονταν άγρια θεριά. Στα πρόσωπά τους αλλάζανε τα χαρακτηριστικά από λεπτά κι ευγενικά σε χοντρά και κτηνώδη.
Μια τέτοια μεταμόρφωση είχε συμβεί και σε κάποιον ινδιάνο που υπήρξε κάποτε ο πιο όμορφος άντρας του χωριού, ευγενικός, σιωπηλός, με παράξενο χιούμορ και συγκρατημένον αισθησιασμό. Είχε κατέβει στη ζούγκλα και πλούτισε κυνηγώντας. Τώρα ξαναγύρισε, είχε νοσταλγήσει το σπιτικό του. Γύρισεν όμως πάμφτωχος και περιπλανιότανε σαν αλήτης. Κανείς δε τον αναγνώριζε, κανείς δε τονε θυμόταν. 'Αρπαζε λοιπόν ένα κοριτσάκι από το δρόμο και του ξέσκισε τα γεννητικά όργανα με το μακρύ μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να γδέρνει τα ζώα. Δε το χε βιάσει, μόνο έχωσε το μαχαίρι στην ήβη της και τη κομμάτιασε. Ολόκληρο το χωριό αναστατώθηκε. Δε μπορούσαν ν' αποφασίσουν με ποιο τρόπο να τονε τιμωρήσουνε Σκεφτήκαν ν' αναβιώσουνε για χάρη του ένα πανάρχαιο ινδιάνικο έθιμο. Θ' ανοίγανε πληγές στο σώμα του και θα ρίχνανε κερί, ανακατεμένο με κάποιο οξύ που ξέραν οι ινδιάνοι, ώστε οι πόνοι του να πολλαπλασιαστούν. Μετά θα τον μαστίγωναν μέχρι θανάτου.
Καθώς ο φύλακας διηγιόταν αυτή την ιστορία στη γυναίκα, επέστρεψεν ο εραστής της από τη δουλειά. Την είδε σκυμμένη από το παράθυρο να κοιτάζει τον φύλακα. Έτρεξε πάνω στο δωμάτιό της και παρουσιάστηκε μπροστά της με τα μαύρα μαλλιά ανάκατα ριγμένα στο πρόσωπό του, με τα μάτια να στράφτουν από θυμό και ζήλεια. 'Αρχισε να τη βλαστημά και να τη βασανίζει μ' ερωτήματα κι αμφιβολίες. Από το περιστατικό με το δαχτυλίδι, το πέος του είχεν αποκτήσει ευαισθησία. Η ερωτική πράξη συνοδευόταν από πόνους κι έτσι δε μπορούσε να την απολαμβάνει όσο συχνά ήθελε. Το πέος του πρηζότανε και τονε πονούσε για μέρες. Πάντα φοβότανε πως δεν ικανοποιούσε την ερωμένη του κι ότι ίσως αγαπούσε κάποιον άλλο. Όταν είδε τον ψηλό φύλακα να της μιλά, τονε συνεπήρε η σιγουριά πως φλερτάρανε πίσω από τη πλάτη του. Θέλησε να τη πονέσει, θέλησε να τη κάνει με κάποιο τρόπο να υποφέρει σωματικά, όπως είχεν υποφέρει κι εκείνος για χάρη της. Την ανάγκασε να κατέβει μαζί του στο κελάρι που φυλάγανε τους κάδους των κρασιών κάτω από τα δοκάρια της οροφής.
Έδεσε ένα σχοινί σ' ένα δοκάρι. Η γυναίκα νόμιζε πως θα τη χτυπούσε. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί της ετοίμαζε τη τροχαλία. Έπειτα της έδεσε τα χέρια κι άρχισε να τραβά το σχοινί ώσπου το κορμί της σηκώθηκε στον αέρα, όλο το βάρος του κρεμάστηκε από τους καρπούς της κι ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Έκλαιγε κι ορκιζόταν ότι του χει μείνει πιστή, αυτός όμως είχε γίνει έξαλλος. Όταν εκείνη λιποθύμησε καθώς τράβηξε κι άλλο το σχοινί, ήρθε στα συγκαλά του. Τη κατέβασε κι άρχισε να τη φιλά και να τη χαϊδεύει. Κείνη άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε. Ο άντρας άρχισε να τη ποθεί κι έπεσε πάνω της. Περίμενε να του αντισταθεί γιατί ύστερα από τον πόνο που χε τραβήξει, θα τανε θυμωμένη, αλλά δε πρόβαλε καμμιάν αντίσταση.
Συνέχισε να του χαμογελά.
Όταν άγγιξε την ήβη της τη βρήκε κάθυγρη. Τη πήρε παράφορα κι εκείνη ανταποκρίθηκε με την ίδιαν έξαψη.
Ήταν η πιο όμορφη νύχτα απ' όσες περάσανε μαζί, ξαπλωμένοι στο κρύο πάτωμα του κελαριού, μες στο σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου