Ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας ήτον ο τρόμος όλων των αγυιοπαίδων, των ατακτούντων αγωγιατών, των κλεπτών και των κλεπτριών των οπωρικών. Πότε ως αγροφύλαξ, πότε ως κλητήρ της δημοτικής αστυνομίας, πότε ως παιδονόμος του σχολείου, ποτέ δεν έπαυσε να υπηρετεί τον Δήμον αντί τριάκοντα κατά μήνα δραχμών.
Εις την εξοχήν, όταν διετέλει αγροφύλαξ, η δραγασιά, η ιδιόρρυθμος εκείνη επί υψηλού λόφου καλύβη, ήτον το σκιάζουρο, όχι των ορνέων, αλλά των παιδίων, όσα έτρεχαν έξω στ' αμπέλια διά να κλεφτολογήσουν. Από τον Μάιον, όταν αρχίζουν τα μούρα, τα κεράσια, τα τζάνερα, έως στον Οκτώβριον, όταν έχει τελειώσει ο τρύγος, και συλλέγουν τα κυδώνια, διότι «δεν φυλάγονται πλέον», από τις κυδωνιές, έπρεπε να έχει τις τέσσερα μάτια τουλάχιστον, δύο έμπροσθεν και δύο όπισθεν του κρανίου, διά να είναι βέβαιος, ότι δεν θα τον ιδεί ο Τσιτσούκας να κλέπτει. Μόνον το μπαϊράκι του, το κόκκινον εκείνο μανδήλιον, το οποίον εκυμάτιζεν υψηλά άνω της στέγης της δραγασιάς, μόνον εκείνο ήρκει να τρέψει εις φυγήν τους κλέπτας.
Επί του λόφου ίστατο η καλύβη, και γύρω-γύρω απλώνετο ο κάμπος, πού ομαλός και επίπεδος, πού κοίλος και κυρτούμενος, ολοπράσινος από τ' αμπέλια. Και όλα τ' αμπέλια τα έβλεπεν ο Τσιτσούκας, όλα τα έσκεπε το μπαϊράκι του.
Ηκούετο έξαφνα μια κραυγή:
-Ε, ε!... αλάργ' απ' τ' αμπέλια!
Και η φωνή του ήτον μεγάλη, δυνατή, και ήτον ανδρώδης και τραχεία. Και την έτρεμον όχι μόνο τα παιδία, αλλά και ηλικιωμένοι άνθρωποι. Την νύκτα, καθήμενος εις την δραγασιάν του ήκουε μακρόθεν κουδούνια και πατήματα ημιόνων, και φωνάς αγωγιατών να τραγουδούν. Τότε εφώναζεν ε! ε! και από την φωνήν ταύτην και μόνην, με δεισιδαίμονα φόβον, πας ονηλάτης ενόει ότι δεν θα ήτο ευκαιρία διά να κλέψει σταφύλια την νύκτα εκείνην.
Εξ ή επτά φοράς είχεν οδηγήσει εις την Δημαρχίαν την Κατσούλα την Κλεφτρού, μίαν αλλόκοτον γραίαν, η οποία δυσκόλως ηδύνατο να θεραπευθεί από την νόσον της. Εγνώριζε «με το νούμερο» όλας τας εκ συστήματος κλεπτρίας. Δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη, καλούμεναι κοινώς η Φράγκα και το Τσουλούφι, ήσαν το «πρώτο νούμερο»· ποτέ δεν τας είχεν εύρει να μαζώνουν ελιές εις τον ελαιώναν των, αλλά πάντοτε εις τον ελαιώναν της γειτόνισσας, ποτέ δεν τας είχεν ιδεί να απλώνουν τα σύκα εις την λιάστρα των, αλλά τας είδε πολλάκις να μαζώνουν τα σύκα της ξένης λιάστρας. Άφηναν τα σύκα από τις συκιές των να πέσουν, γνωρίζουσαι καλώς ότι έπιπτον εις το ιδικόν των έδαφος, κι εγέμιζαν κατά προτίμησιν ολίγα καλάθια από την συκήν της γειτόνισσας.
Μίαν των ημερών, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, μετά τον τρύγον και το τράβηγμα του μούστου, ησχολούντο αι δύο να βγάλουν τα στέμφυλα εις ένα κήπον συγγενούς των. Ο κήπος εχωρίζετο από άλλου γειτονικού κήπου δι' απλού χαμηλού φράκτου. Βλέπουσαι ότι εις τον γειτονικόν κήπον υπήρχον σωροί στεμφύλων, τα οποία οι ιδιοκτήται αμελούσαν να βγάλουν, άφησαν τα στέμφυλα τα ιδικά των, και ήρχισαν να κουβαλούν τα του γειτονικού κήπου.
Η κόρη εγέμιζε με βίαν το καλάθι κι' έτρεχε. Η μήτηρ τής έλεγε να μη βιάζεται, αλλά να «σιάζει λιγάκι το σωρό», εννοούσα ν' αραιώνη τοιουτοτρόπως τα στέμφυλα, ώστε να φαίνεται κάπως άθικτος ο σωρός.
-Να, κοίταξε μ', εμένα! είπεν.
Η γραία έλαβε το κοφίνιον, επήδησε τον φράκτην, έτρεξε, κι αφού το εγέμισε καλά, μ' ένα ξύλο ανακάτωνε και ηραίωνε τα στέμφυλα, ώστε να μην είναι πατημένα πολύ, διά να φαίνεται όγκος. Την ιδίαν στιγμήν η νεωτέρα, ωφεληθείσα από την απομάκρυνσιν της μητρός, έλαβε ποτήριον, κι εδοκίμαζε το πρωτόβγαλτο ρακί, την «σούμα», ίσως διά να ιδεί «πόσα γράδα είναι». Ερρόφησε βιαστικά ένα ποτήρι, κοιτάζουσα συγχρόνως να μην την ιδεί η μάννα της, είτα εσηκώθη από πλησίον από το ρακοκάζανο, κι' εκοίταξε προς το μέρος του φράκτου, οπόθεν θα επανήρχετο η γραία.
Πώς ευρέθη εκεί ο Τσιτσούκας! Αδηλον. Εξαφνα ακούεται φωνή:
-Ε, το Τσουλούφι! μην το πίνεις μονάχη, άφησε λίγο και για τη μάννα σου!
Στραφείς προς την γραίαν εφώναξε:
-Μπράβο, γρια-Φράγκα! καλά τόνε σιάζεις το σωρό...
***
Νέα τις γυνή, της οποίας ο σύζυγος είχε ξενιτευθεί πρώιμα εις την Αμερικήν, οπόθεν δεν επανέκαμψε πλέον, εξηκολούθει να φορεί συχνά κόκκινον φουστάνι παρά τα έθιμα του τόπου, όπου αι γυναίκες των απόντων ναυτικών δεν νομίζεται πρέπον να στολίζονται. Με το κόκκινον τούτο φόρεμα επήγαινεν επιδεικτικώς εις την εξοχήν, εις το αμπέλι της. Μιά γραία γειτόνισσα αρχαϊκή, βλέπουσα αυτήν, εσταυροκοπείτο κι' έλεγε:
-Σαν όξ' αποδώ μου φαίνεται, Θε μ' σχώρεσε με! Αμ δα!... «Σούσες Μαρούσες ούλες κοκκινοφουστανούσες».
Με το κόκκινον φόρεμα ο Τσιτσούκας την εύρε μίαν των ημερών ανεβασμένην εις πελωρίαν βερυκοκκιάν, κτήμα αυτής εκείνης της γειτόνισσας ήτις εσταυροκοπείτο εις την θέαν της, και ασχολουμένην να γεμίζει το καλάθι της με τας κιτρίνας ευχύμους οπώρας.
-Α! ανέκραξεν ο Τσιτσούκας, κι εγώ έλεγα πως μονάχα το δικό μου το κόκκινο μπαϊράκι ανεμίζει τόσο ψηλά!...
***
Επί δύο ή τρία έτη, περί τας αρχάς της εβδόμης δεκάδος, ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας ήτον διωρισμένος παιδονόμος εις το σχολείον. Ποτέ ο γιαλός, από μίαν άκρην εις άλλην, δεν ήτο ελευθερώτερος από μικρά παιδιά, και οι βράχοι και οι κολπίσκοι της ακρογιαλιάς δεν ήσαν ερημότεροι από φυγάδας του δημοτικού και του ελληνικού σχολείου. Τα καημένα τα καβουράκια και τα γρινιάτσα και τα κοχύλια, όλα είχαν εύρει την ησυχίαν των. Το θέρος, μόνον πρωί και βράδυ επέτρεπε το κολύμβημα εις τα παιδία. Εις κανένα μικρόν μοσχομάγκαν δεν επέτρεπε να κολυμβά οκτώ ή δέκα φοράς την ημέραν. Αλλά και κανέν παιδίον δεν συνέβη να πνιγεί επί Τσιτσούκα παιδονόμου, την πρώτην και την δευτέραν χρονιάν.
Επετρέπετο να βουλιούν, καθώς συνηθίζουν, τις βάρκες, αλλά μόνον με την άδειαν του ιδιοκτήτου. Εις κανένα δεν επετρέπετο «να δίνει βούτη» ήτοι να πηδά με την κεφαλήν κάτω, αλλά μόνο «να δίνει παλούκια», δηλ. να πηδά όρθιος, από το ύψος του τρίγκου όπως και του μπαμπαφίγκου, των εις τον λιμένα αραγμένων κατά καιρούς γολετών και βρικίων. Μόνον από την κωπαστήν, και από την άκρην του μπαστουνιού της πλώρης, επετρέπετο να δίνουν βουτιά. Τοιούτος ήτον ο άγραφος κανονισμός του Τσιτσούκα, τον οποίον υπεχρεούντο ν' αποστηθίσουν και «να τον ξέρουν, νεράκι απ' όξου», όλα τα παιδιά, «τα δασκαλούδια, καθώς και τα ξυπόλυτα του δρόμου, τ' αγυιόπαιδα».
Την δευτέραν χρονιάν της παιδονομίας του Τσιτσούκα, ένα παιδί, τέκνον ενός πρώην χερσαίου και νυν θαλασσινού, Δημητρίου Δαλαπούλια, ευρέθη ν' ατακτεί μίαν ημέραν εις τον αιγιαλόν, και να προσπαθεί να μάθει κολύμβι, εις ώρας απαγορευμένας. Ο Τσιτσούκας το εκυνήγησε, του έδωσε δυό τρεις ξυλιές εις τα νώτα, και το έστειλε να πάει στην μάννα του. Το παιδίον έφυγε κλαίον.
Ολίγον παραπέρα, ευρίσκει τον πατέρα του. Καθώς τον είδε, έβαλε κλαυθμηροτέραν φωνήν, χωρίς ορατά δάκρυα.
-Τι έχεις;
-Να, ο Τσιτσούκας μ' έδειρε!
Ο Δαλαπούλιας εθύμωσεν. Ετρεξα να προφθάσει τον Τσιτσούκαν. Καθώς τον ηύρεν, ήρχισε να τον ονειδίζει σκληρώς. Να μην τρομοκρατήσει άλλη φορά και πειράξει το παιδί του! Αυτός δεν είχεν ανάγκην από Τσιτσούκαν παιδευτήν. Είναι ικανός να παιδέψει το παιδί του, και μην ηύρε τα στραβά κομμάτια της Δημαρχίας, κι είναι τεμπέλης, και δεν πάει να δουλέψει. Και για να φαίνεται πως κάτι κάνει κι ο Τσιτσούκας, για να βρίσκεται σε δουλειά κι αυτός, θέλει τάχα να παιδέψει τα παιδιά του κόσμου. Ας πάει καλύτερα να σαρώνει την αυλή της κυρα-Δημαρχίνας, γι' αυτό και μόνο είναι άξιος, κι άλλη φορά να προσέχει, γιατί ...
Ο Τσιτσούκας δεν απήντησε τίποτα. Έσεισε την κεφαλήν. Ησθάνθη πικρίαν ν' ανέρχεται από την χολήν του εις τον ουρανίσκον. Εύρισκε τω όντι άδικα τον μπελά του, μ' αυτά και μ' αυτά. Και ήταν ίσα-ίσα ο μόνος που δεν εσκούπισε ποτέ την αυλή της κυρα-Δημαρχίνας, όχι τώρα που ήταν παιδονόμος, αλλ' ούτε αρχύτερα, όταν ήτον κλήτορας ή δραγάτης, κι όσο για τα στραβά κομμάτια της Δημαρχίας, άξιζε τω όντι τον κόπον να γίνεται κακός με τον κόσμον για τριάντα τον μήνα ψωροδραχμές! Δύο χρονιές το δημοτικόν συμβούλιον εις την ψήφισιν τού προυπολογισμού, είχε προτείνει την αύξησιν του μισθού του εις 380 και εις 400 δραχ. τον χρόνον. Αλλ' ο νομάρχης, καθώς τον επληροφόρησαν, έσβηνε τον αριθμόν τούτον, κι' έγραφε αναλλοιώτως 360. Και ηύξανε κάθε χρόνον τον μισθόν του «δημοτολογιστού παρά τη Β. Νομαρχία» , κι εξώγκωνε, καθώς του είχεν ειπεί ο γραμματικός της Δημαρχίας, όλα τα κονδύλια όσα απέβλεπον εισφοράς προωρισμένας διά την μεγάλην καταβόθραν, διά το Κέντρον, κι εσμίκρυνε κι' εψαλίδιζεν όλα τα ποσά τα προωρισμένα διά μικρόν τι δημοτικόν έργον ή διά να ψωμοζεί μικρός τις άνθρωπος υπηρέτης του Δήμου.
Από τότε ο Τσιτσούκας ήρχισε ν' απογοητεύεται. Δεν ήτο πλέον τόσον δραστήριος και αυστηρός όσον πρώτα.
***
Την τρίτην χρονιάν, ένα δειλινόν, τον Ιούλιον μήνα, κραυγή αγωνιώντος παιδίου ηκούσθη εις τον αιγιαλόν, εις το ίδιον εκείνο μέρος, εις την άκρην της πολίχνης, όπου εκολυμβούσαν συνήθως πολλά ανήλικα παιδιά. Δύο κραυγαί γυναικών, από ένα παράθυρον αντικρύ, και από ένα λιακωτόν παραπέρα, απήντησαν εις την κραυγήν την πρώτην.
-Γλυτώστε το!... Γλυτώστε το!
-Τρεχάτε!... Πνίγηκε το παιδί!
Ετρεξαν οι ευρεθέντες εκεί πλησίον. Δύο νέοι εθαλάσσωσαν, ένας τρίτος επήγε με την βάρκαν, κρατών τον γάντζον έτοιμον και την απόχην, ανέσυραν το αγωνιών παιδίον, και το έφεραν εις την ξηράν.
Το έτριψαν, το εκρέμασαν ανάποδα. Μετήλθον όλα τα συνήθη εμπειρικά ή πρόχειρα μέσα... Ήτον αργά. Το παιδίον ήτο πνιγμένον, εντελώς πνιγμένον.
Ήτον αυτό εκείνο το παιδίον του Δαλαπούλια.- Ο γερο-Τσιτσούκας είχεν απογοητευθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου