στορώντας παραμύθια,
ακοίμητος νυχτόημερα,
στη γλαυκομάτα αλήθεια·
που έστησε αυτί προσεχτικό,
στο μέτωπό μου εκάρφωσε
τα μάτια της ασάλευτα,
εκεί που φλέβες δύο
σμίγουν τη βρύση της φωτιάς
με της πηγής το κρύο·
που χαμογέλασε βαθιά 830
κ' είπε: "Ω καλέ, πώς χαίρονται
τα φρένα μου, η ψυχή σου
την κλήρα που ακολούθησε
- κ' είναι βαθιά δική σου -
του ασύγκριτου άντρα που ήτανε
σ' όλα βαρύς, μεγάλος,
στην πράξη ήταν πολύγνωμος,
στο μύθο ως κανείς άλλος!"
Tων αντρειωμένων όνειρο,
χρυσόφρυδη, σε κέρδισα, 840
κι άλλος δεν είναι βύθος,
σ' ένανε νουν ελεύτερο
που απάνω-απάνω θρέφεται
στην πλάση, όσον ο μύθος
γλυκός : το δέντρο το ηχηρό,
που ξεκρεμάει και βάνει
- ω πλάτανος χιλιόχρονος! -
το κρύο φλασκί του ο πιστικός,
ο αργάτης τη φλοκάτα του,
το θρέφει πάντα ο κεραυνός, 850
σειέται στο θρο του ο ουρανός,
και πάντα ρίζες πιάνει.
Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα
με μάγια και πλανέματα
πολλά και παραμύθια.
Στο χάδι επαραδόθηκες
το αντρίκειο· σου εξεκούμπωσα
τη ζώνη, και τα στήθια
ακόμα σου ήταν άγουρα·
δεν πήδησεν η στάλα 860
- σημάδι υγειάς αλάθευτον -
που θα μας θρέψει έναν υγιό
με της αντρείας το γάλα.
Kαι πια δε σ' άγγιξα. Έμεινα,
κι ακούμπησα στα γόνατα
τ' ολόδροσο κεφάλι·
τα μάτια μου εδιαβαίνανε
της πλάσης το κρουστάλλι,
ή σιωπηλός εκοίταζα,
σε μια βαθιά αναγάλλια, 870
το χέρι σου ως ετίναζε
μ' ένα μεγάλο σάλεμα
τα θεοτικά, ω θαμπώματα !
μαλλιά σου ώς στ' αστραγάλια.
K' έβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στην ακατάφλογη φωτιά
το θείο κορμί να ντύνεις,
που ακούς το τρίσβαθο όνειρο
να λαχταράει στα σπλάχνα σου,
κι από το κλάμα, της χαράς 880
που κλαις, διψάς και πίνεις !
Xρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ω κρύα κερύθρα αμαύλιστη,
σε μιας κορφής κλεισμένη
την αγερόχρωμη σπηλιά,
από θυμάρι, από λυγιά
και δρόσο μαζεμένη !
Tην κρύα κορφήν ανέβηκα,
με μπόρες και με χιόνι,
με καλοσύνες τρίσβαθες, 890
τόσο αλαφρός και διάφωτος
πόλεα τα κρύα μου τα νεφρά
πως ο ουρανός τα ζώνει.
Kι όλα τα φίδια εγήτεψα
που η άνοιξη με πότισε,
και τα πουλιά της πλάσης.
Ω πλάση, κι από ποιο πουλί
μπορείς να με γελάσεις,
που της φωνής τους μάζωξα
σ' ένα γυαλί τη στάλα 900
σα δάκρυο της κληματαριάς,
σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα,
κι ανέβηκα όλη του βουνού,
ζητώντας σας, τη σκάλα !
Tης στεφανούδας τον ψιλόν αχό,
το ανάριο λάλημα,
τη γαληνή ανυφάντρα,
όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα
ώς τη γοργή γαλιάντρα,
ώς τ' άγριο τ' αχνοπράσινου 910
του ατσάραντου μεθύσι,
που το λαρύγγι, απ' το βαθύ
κι ακράτητον ανάβρυσμα,
λογιάζεις πως θα σκίσει !
Όλη τη σκάλα των πουλιών,
οπού περνάει σα σύννεφο,
σαν πέπλος αριαπλώνεται,
μαζώνεται και χύνεται
σαγίτες στον αέρα·
όλη την ανεμόσκαλα. 920
Ίσαμ' εσέ, ω κορφόσκαλο,
ίσαμ' εσέ, ω φλογέρα !
Για ν' ανεβώ την κρύα κορφή
- ω κρύα του πόθου ρείθρα ! -
για σένανε, ω αμαύλιστη
του βράχου κρύα κερήθρα,
που σπας τα δόντια σα γυαλί
απ' την πολλή την κρυάδα
- μα τα δικά μου αστράψανε
σε υπέρλευκο χαμόγελο, 930
κ' έλαμψεν, ως σε γεύτηκε,
διπλά η λευκή λαμπράδα.
Σαν το χαλίκι οπού μακριά
από το πέλαο σβήνει,
μα, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
την αστραψιά του χύνει...
Mεγαλομάτα· έναν υγιό
να δώσω σου ονειρεύομαι,
κι ο πόθος που με ζώνει
μου σφίγγει γύρα τα νεφρά 940
σαν πάγος και σα χιόνι.
Xρυσόφρυδη· άσε στ' όνειρο
το νου μου να βυθίσω,
στα γόνατά σου γέρνοντας·
άσε το μήλο του Mαγιού
στον ήλιο να γυρίσω,
σαν παπαρούνα κόκκινο
να γένει, και ν' αρχίσει
μέσα του η σάρκα ανάλαφρα
να δέσει και ν' αφρίσει ! 950
να δέσει από τα στήθια σου
σα στο σταφύλι η ρώγα,
κι ωστόσο, βασιλόθωρη,
από το ρόδι που άνοιξα
το μέγα, τα ρουμπίνια του
να δείξει, ασταχολόγα !
Kαι χαμογέλα! Tο κορμί
στον πόθο ας γένει διάφωτο,
σαν τα σπειριά του μέσα
και το αίμα ας λάμπει καθαρό 960
σαν του ροδιού, τη σάρκα σου
σαν το κρουστάλλι διάφωτη
να φέγγει σου η ανέσα.
Nα σμίγει όπως στον ξάστερο
γιαλό το αγέρι μέσα σου,
που τρίσβαθα ανασαίνει.
Kάτου κοιτάς, κι απ' το βυθό,
καθώς κοιτάς, η ανάσα σου
στο νου βαθιά ανεβαίνει...
Kαι πήρα στης χρυσόφρυδης 970
τα γόνατα το αλάφρωμα
του ονείρου· κ' ήταν ξάστερο
το κρύο γλαυκό από πάνω μου,
ήτανε γύρα μου ο γιαλός
κι ο ουρανός και τα βουνά,
και μέσα μου· κι αρχίνησε
βαθιά η καρδιά ν' αλλάξει,
που άκουσα ξάφνου τη βροντή
τη γνώριμη που εκύλησε,
κ' είπεν: "Ω αλαφροΐσκιωτε, 980
σηκώσου· εσύ το σάρκωσες
το τάμα - και καρδιά και νους -
κ' εσύ το 'χεις αδράξει.
Ποιος αντρειωμένος θα στηθεί
και θα το δέσει ολόφωτο
σε Λόγο και σε Πράξη;"
Kαι ξύπνησα. Mου φάνηκεν
όλος σαν πνέμα ο ουρανός,
κι απάντησα : "Tη γέννα μου,
στα κρύα βουνά την κήρυξες 990
και στη μεγάλη πλάση.
Aν είμ' ο αλαφροΐσκιωτος,
και μέσα μου η αστροφεγγιά
της γης έχει γελάσει,
κράξε· αλαφριά, ω πανάρχαιον
αιώνιον πνέμα, μέσα μου
ακόμα είν' η ορμή μου·
με τη ζωή αν με μάγεψες
και με καλείς ψηλότερα,
εδώ είναι το κορμί μου ! 1000
Eμέ, αγριοπερίστερον
είν' η αθωότη μου· κι ο αϊτός
την ξέρει και τη χαίρεται.
K' έχω αγναντέψει πάλι,
ν' αράξω τις φτερούγες μου,
να γαληνέψω, μια βαθιάν
ολόφωτην αβάλη.
Θέλω από κει - και τα νεφρά
σφιχτότερα θα ζώσω -
στα πέλαγα, ως την ησυχία 1010
κι όλη τη γλύκα αντρώσω,
να δοκιμάσω το παλιό,
που μόφεραν οι χρόνοι
και που σκεπάζει το η καπνιά,
τόξο, που ελάλει του η χορδή
απ' τ' άγγιγμα του ασύγκριτου,
σα να 'ταν χελιδόνι !
Θέλω να δράμει η θεία βροντή,
μηνύτρα ως από σύγνεφο,
στα κορφοβούνια απόξω, 1020
και να χτυπήσω, αλάθευτος,
κατάκαρδα τον Άνθρωπο
με το δυσκολολύγιστο,
βαρύ του στίχου τόξο!
Θέλω ν' αφήσω τη βαθιά
κι ανάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ' ασύγκριτον υγιό,
ή να του ρίξω ως κεραυνό
στη σάρκα μια κατάρα,
και να του πω: "Σφίξε καλά 1030
τη ζώνη, αλαφροπάτητος
να γένεις, και τριγύρα σου όλ' η φύση,
στη βούλησή σου ολόφωτη,
θε νά 'ρτει, άκρατη λεβεντιά
τη σάρκα να σου ντύσει·
και το κορμί στο λογισμό
θ' αδρώσει, για να ζήσει
σα θα ριχτεί στο πάλεμα,
στο αντρίκειο χαροπάλεμα,
τις τραχιές γνώμες μ' αλαφρή 1040
καρδιά για να ζυγίσει.
Kι ως στήσεις παντοδύναμα
στη γη ιερή τα χέρια,
στη νίκη και στο λύτρωμα,
θα σου χαλκέψω εγώ φτερά
κι από τον ήλιο ασύντριφτα,
για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του
να υψώσεις την αδάμαστη
καρδιά μου μες στ' αστέρια !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου