τ᾿ ἄτια τ᾿ ἀνεμόποδα,
στ᾿ ἁλώνι ἀπὸ τὸ πέταλο
καὶ τὸ στουρνάρι εὐώδα,
σπιθοβολώντας ἔλαμπαν,
οἱ ἀθημωνιὲς ἐβάραιναν,
νὰ ξαναμποῦνε πάλευαν
στοὺς σβώλους τὰ σκουλήκια.
Ἀνακοχλάαν στὶς ἐλιὲς
μιὰ βράση τὰ τζιτζίκια,
τὸ λυγερὸν ἀγέρι
ἐσήμαινε αἰθερόηχον,
ψηλὰ τὸ μεσημέρι,
στὶς λαγκαδιὲς ἐσειόντανε
σὰν ποταμὸς ἡ φτέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου