Ω, πόσας αναμνήσεις του παλαιού καιρού τρέφει το παμπάλαιον εκείνο σπιτάκι, σχεδόν ισόγειον με τα δύο κελλιά του, ένθεν και ένθεν, με τον διάδρομον του εις το μέσον, τον έχοντα ως δάπεδον το χώμα της γης, με τον σκοτεινόν του θάλαμον παράμεσα, τον θεμελιωμένον κατά το πλείστον επάνω εις ριζιμαίους βράχους, και υπεράνω της στέγης του οποίου πυργούνται τα Κοτρώνια, ο φαιός πετρόλοφος, ο ανέχων την κορυφήν υψηλά, και επιστρεφόμενος από τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου, του οποίου η κανδήλα φέγγει όλην την νύκτα ως παρήγορος πυρσός εις τους εισπλέοντας ναυτικούς· εις τας εσοχάς δε των βράχων φωλεύουσι χίλιαι γλαύκες και άλλα θρηνωδούντα νυκτερινά όρνια.
Εις τα βάθη του κευθμώνος εκείνου εκοπίαζε το πάλαι ο μαστρο-Στέργιος ο Μπεκιός, πελεκών και ροκανίζων τα στραβόξυλα, την καρίναν και τα μαδέρια των λέμβων, και μαουνών, και ακατίων, όσα εσκάρωνεν είτα έξω εις το ύπαιθρον, έμπροσθεν της μικράς οικίας, εργαζόμενος ανενδότως αυτός και οι δύο μεγαλύτεροι υιοί του, ο Αλέξης και ο Γώγος.
Εμπροσθεν της έξω θύρας ήτο κτισμένη πλατεία πεζούλα, και δίπλα εις αυτήν βράχος βαθύρριζος ανήρχετο έως το παραθυράκι της οικίας, δεξιά προς νότον, εις το κελλίον το οποίον κατείχεν η οικογένεια. Αριστερά, εις το άλλο απεριποίητον κελλίον, το υγρόν και σκοτεινόν, και εμπετασμένον με ιστούς αράχνης, και πεπληθυσμένον από βλατούδες, και σαρανταποδαρούσες και άλλα ζωύφια, εστεγάζετο η γρια-Μπεκιοΐνα, πρώην καλουμένη Μερκλίνα, η μάννα του μαστρο-Στέργιου.
Η γραία τον περισσότερον καιρόν εκάθητο και ηλιάζετο έξω, εις την πεζούλαν, προ της θύρας, υποκάτω εις την μεγάλην μορέαν ή συκαμινιάν, την ισταμένην ακόμη προ τινων ετών επί του κορμού της, και ήτις κατέπεσε τώρα τελευταίον όπως θα ίδωμεν. Καθημένη εκράτει την ράβδον της, θλιβερά και μονότονος, και δεν έπαυε να βογγά και να στενάζει. Ω, το βογγητόν της εκείνο! Ως φαίνεται, ο Θεός την είχε σπλαγχνισθεί, και το τελευταίον εκείνο ψυχομαχητόν το άφευκτον δι' όλους (ω! φευ!) ηραιώθη, τρόπον τινά, και διενεμήθη δι' αυτήν εις διάστημα δέκα χρόνων και πλέον, κρίμασιν οις οίδε Κύριος!
Ω! το βογγητόν εκείνο της γραίας ήρχιζεν ή μάλλον ανεγεννάτο διαρκώς ανά πάσαν πρωίαν, κι έπαυεν, ή μάλλον δεν έπαυε, προς όρθον βαθύν! Αλλά δεν είχε πάντοτε την αυτήν έντασιν.
Συνήθως, καθώς εκάθητο η γραία να λιάζεται επί της πεζούλας, ή να σκιάζεται υπό την μορέαν, κατά την ώραν του έτους, το βογγητόν της τούτο επετείνετο άμα έβλεπε διαβάτην άνδρα ή γυναίκα, οικείον ή ξένον, από πενήντα βημάτων, να πλησιάζει. Τότε ο γογγυσμός της προσελάμβανε σφοδρότητα τριπλασίαν και πυκνότητα. Και αν, μετά τον χαιρετισμόν, ο παροδίτης είχε περιέργειαν να σταθεί δια να ερωτήσει την γραίαν ή όταν συνηθέστερον αυτή του απέτεινε τον λόγον, καν ήτο γνώριμος καν ξένος, τότε η γερόντισσα ήρχιζε να εκτραγωδεί τα καθ' εαυτήν.
-Ξενάκ' είσαι, γυιόκα μ'; ηρώτα αν έβλεπε τινά νεώτερον, έστω κι εντόπιον, τον οποίον δυσκόλως ανεγνώριζε. Αχ! δεν ξέρεις τι τραβώ.
-Τι έχεις, μαννού; ηρώτα ο διαβάτης. -Τι να' χω, παιδί μου; Να, κανείς δεν μου φταίει. Αυτό το κουνέτο, η νύφη μου...
Συνήθως η Μερκλίνα έλεγεν ότι όλος ο κόσμος τής πταίει· πρώτον, ο υιός της, η νύφη της, τ' αγγόνια της, είτα οι ανεψιάδες, οι γνώριμοι, οι γειτόνισσες, κτλ. Αλλά πάλιν εύρισκεν ελαφρυντικάς περιστάσεις δι' όλους τους άλλους, και μόνον κατά της νύμφης της εξέφερε την καταδίκην ανέκλητον.
-Κείνος ο προκομμένος, ο γυιός μου... τα παιδιά του... δεν βαστάει η ψυχή μου να τους βλαστημήσω...
Είναι αληθές ότι τους εβλασφήμει, και συχνά μάλιστα, αλλά τώρα εφιλοτιμείτο να φανεί ευπρόσωπος προς τον διαβάτην.
-Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο!
Με το να επαναλέγει επιμόνως τούτο η γραία Μερκλίνα, παρείχεν εις πολλούς την υπόνοιαν ότι και αυτή πολύ καλά εγνώριζε, πως μερικαί γυναίκες ήξευραν να κάμνουν τους άνδρας των μπε κί ο (δηλ. αρνάκια και προβατάκια). Και πάλιν ανθρωπινώτεραι ήσαν, εν συγκρίσει προς την μυθολογούμενην Κίρκην!
Επειδή όμως με το πολυέλεγεν αυτό το πράγμα η γερόντισσα, κατήντησε με τον καιρόν ν' αλλάξει ο κόσμος τ' όνομα του υιού της, και να ονομάση εκείνον ο «μαστρο-Μπεκιός», και αυτήν η «γρια-Μπεκιοΐνα».
Το βέβαιον είναι ότι δεν εκαλοπερνούσε και τόσον πολύ η δύστηνος γραία, μέσα εις εκείνο το φατνωμένον σπήλαιον, το συχναζόμενον από νυκτερίδας και γεμάτον από βλατούδες και κανθαρίδας και αράχνας. Αλλά και καλύτερα εάν τυχόν επερνούσε, φρονώ ότι ποτέ δεν θα ήτο ευχαριστημένη. Ητον από εκείνους τους ανθρώπους και μάλιστα απ' εκείνας τας γυναίκας, αι οποίαι ποτέ δεν ευχαριστούνται.
Εις τούτο τείνει και τοιούτο περίπου είναι το πρώτον αίσθημα, η πρώτη έννοια του κακού, το οποίον έσπειρεν ο διάβολος λίαν πρωίμως εις τον κόσμον. Και ιδού διότι ηρώτα ο γεωργός εκείνος της Παραβολής: «Κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας; πόθεν ουν έχει ζιζάνια;»
Δια τους άνδρας, τούτο το αίσθημα καλείται, εις τας ημέρας μας, με ξενικόν όνομα, «μιζέρια»· διά τας γυναίκας, και πρώην και νυν, προσλαμβάνει τραγικωτέρας διαστάσεις, και ονομάζεται «στριγλιά». Ω! πόσας τω όντι είδα τοιαύτας γυναίκας εις την ζωήν μου!
Καν τε ευτέλειαν και σκαιότητα, καν τε απαισιότητα και ταλαιπωρίαν, όπως αν το ονομάσει τις, το αίσθημα τούτο εσπάρη εις τα στέρνα της ανθρωπότητος, ευθύς μετά την πρώτην μερικήν ανασκόπησιν, και τας δευτέρας πανσόφους φροντίδας, δι' ων ετελειοποίησεν ο Δημιουργός πάντα όσα εποίησε.
Διότι το πρώτον, επί ενός εκάστου των έργων του, έρριψεν αλάνθαστον το βλέμμα, «και είδεν ο Θεός ότι καλόν», είτα τελευταίον, εφ' όλων ομού των έργων του· «και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε, και ήσαν καλά λίαν».
Ευθύς τότε εξήλθε θρασύς ο εχθρός, κι ετόλμησε να είπει ότι δεν είναι καλά, τα έργα του Θεού.
Και δεν ακούομεν ακόμη πολλούς, και εις τας οδούς και εις την αγοράν και εις τα καπηλεία, σοβαρευόμενους και σπουδάζοντας, ν' αποφαίνονται ότι δεν είναι καλός ο κόσμος του Θεού, ή ότι «δεν τον εκατάφερε καλά» ο Δημιουργός τον κόσμον; Πόθεν αντλούσι τα επιχειρήματα; Που ευρίσκουσι την ύλην δια τον συλλογισμόν; Από ποίας κρίσεις, από ποίας προτάσεις συνάγουσι το συμπέρασμα; Τι άλλο είναι η κρίσις ειμή σύγκρισις; Μεταξύ δύο ή πλειοτέρων παραπλησίων όντων ή πραγμάτων συγκρίνει τις και κρίνει ποίον διαφέρει. Αλλ' υπάρχει εδώ όρος συγκρίσεως; Είδομεν ήδη άλλον κόσμον με τον οποίον να συγκρίνομεν τον παρόντα;
Ακατάληπτον είναι, αν έκαμεν όλως αφηρημένας εννοίας ο Δημιουργός, ή πόθεν αύται εγεννήθησαν. Είναι μόνον βέβαιον ότι έπλασεν ένα ορατόν κόσμον, όπως θα έπλασσε, και ηδύνατο να πλάσει και δύναται εις τους αιώνας να πλάττει, πολλούς άλλους, και ορατούς και αοράτους. Κι' εβεβαίωσεν Αυτός ότι το έργο του είναι ωραίον, και πας λογικός άνθρωπος συνομολογεί. «Ιδού καλά λίαν», αύτη υπήρξεν η πρώτη μετά την κοσμογονίαν αφηρημένη έννοια, όπως και η πρώτη θετική ιδέα. Έπειτα θρασύνεται ο παραλογισμός και λέγει: «Δεν είναι, όχι καλός ο κόσμος.»
Αύτη υπήρξεν η δευτέρα αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα, και εντεύθεν εγεννήθη η κακία -ήτις ουδέν άλλο είναι η άνοια, αν δεν είναι αυτό το δηλητήριον του Όφεως· και εν κεφαλαίω, είναι ο απηλπισμένος αγών του παραλογισμού όπως αποδείξει ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν να κάμει τον κόσμον να φαίνεται - και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει - τέρας ασχημίας!
Παρήλθον όλα, όσα ανωτέρω ιστορήσαμεν. Μία τεσσαρακοντάς ετών - η μακρά τεσσαρακοστή του βίου - διέρρευσεν έκτοτε. Δεν υπάρχει πλέον γραία Μερκλίνα, δεν υπάρχει μαστρο-Στέργιος, δεν υπάρχει Αλέξης και Γώγος. Όλοι οι παλαιοί γείτονες απήλθον, όλοι οι νέοι εγήρασαν. Πολλοί αγέννητοι ήλθον εις το είναι. Μόνον υπάρχει ακόμη «το Ξωθικό», η νύμφη της ποτέ γραίας Μπεκιοΐνας, έχουσαν σήμερον, εν έτει 189..., ακριβώς την ηλικίαν την οποίαν είχε τότε η πενθερά της.
Ο μαστρο-Στέργιος απέθανεν, ως ευσεβής και ειρηνικός άνθρωπος. Οι δύο υιοί του, Αλέξης και Γώγος, επήγαν κι' οι δύο αδικοθάνατοι. Ω, αι κατάραι, αι βλασφημίαι της γραίας Μερκλίνας! Η μοναχοκόρη της οικογενείας, το Σειραϊνώ, είχε νυμφευθεί εις τα 186... Ω, όλη η γειτονιά είχεν ευφρανθεί τότε, είχε χορεύσει νύκτας πολλάς εις το επάνω σπίτι, ευρισκόμενον υψηλότερα από τον χθαμαλόν οικίσκον, τον οποίον της είχον δώσει ως προίκα. Τα δύο αδέλφια της, ο Αλέξης κι ο Γώγος, φρόνιμοι, οικονόμοι, όπως τους είχε παιδαγωγήσει η μάννα τους, οίτινες δεν είχον διασκεδάσει ποτέ εις την ζωήν των, «το έριξαν έξω» επ'ευκαιρία του γάμου εκείνου, κι εχόρευσαν, αδεξίως και θορυβωδώς, και διεσκέδαζον επί εβδομάδας. Ησθάνοντο ότι είχον ξεφορτωθεί εν βάρος από την ράχιν των, και ότι του λοιπού θα εξήρχοντο και αυτοί εις τον κόσμον πρός θήραν νύμφης.
Είς νεώτερος αδελφός, ο Βασίλης, είχεν αποθάνει μικρός. Είτα εγεννήθη ο πρώτος Σταύρος, όστις απέθανε και αυτός νήπιον. Τελευταίος εγεννήθη ο μικρός Σταυράκης, όστις και μόνος επέζησε.
Η Σειραϊνώ ύστερον από ολίγα έτη εχήρευσεν. Ο ανήρ της, ναυτικός, επνίγη εις μακρινάς θάλασσας. Μόνην παρηγορίαν τής άφησε μίαν ασθενικήν ωχράν παιδίσκην. Αύτη έφθασεν εις ηλικίαν δέκα ετών, και απέθανε.
Κατόπιν, χήρα και ητεκνωμένη η Σειραϊνώ, απεφάσισε να εισέλθει εις δεύτερον γάμον. Παιδίον δεν απέκτησε, και ο σύζυγος της απέθανε μετ' ολίγα έτη. Ολίγω ύστερον, τον ηκολούθησεν εις τον τάφον και αυτή.
Οταν έζη ακόμα ο μαστρο-Στέργιος, προ του δευτέρου γάμου της Σειραϊνώς, τραγική συμφορά είχεν ενσκύψει εις τον οίκον. Εκ των δύο πρώτων υιών, ο νεώτερος, ο ευφυέστερος Γώγος, όστις διέπρεπεν εις την τέχνην, και αν επέζη θα εγίνετο πρωτομάστορης, απέθανε με φρικώδη τρόπον.
Εναυπηγείτο μία γολέτα εις τον μικρόν αρσανάν, κάτωθεν του νεκροταφείου, πέραν της δυτικής εσχατιάς του παραθαλασσίου χωρίου. Ναυπηγοί άνδρες, εξ ή επτά και ο Γώγος όγδοος, είχον φορτωθεί ένα βουβό, τεράστιον ξύλον, δια να το μεταφέρουν εκατόν βήματα, από την θίνα της θαλάσσης, έως όπισθεν της πρύμνης του σκαρωμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου