γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὑπηκοότητα νεκροῦ
στὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.
Ὕψιστε, τί ἐννοεῖς
ἄλλο νεκρὸς καὶ ἄλλο δοῦλος.
Κι ἀπὸ πότε ἐπιτρέπεται
νὰ κοιμοῦνται ἔτσι βαθιὰ
ἀτιμώρητοι οἱ δοῦλοι.
Τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.
Θέ μου, ἂν ἀπελευθερώνει ὁ θάνατος
ὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται παρήγορη
ἡ γλυκύτατη ἀβεβαιότης, ἐσὺ
γιατί τὸν θὲς ντὲ καὶ καλὰ δουλέμπορο;
Τὸν κεκοιμημένον.
Περὶ ὕπνου πρόκειται, Κύριε;
Μὰ τοῦ κολλάει ὕπνος τοῦ νεκροῦ
ἔτσι εὔκολα νυστάζει ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς;
Ἐδῶ ἐμεῖς, δοῦλοι τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκόμα
κι ὅμως ποιὸς κλείνει μάτι
ἂν δὲν τὸν νανουρίσει ὅπως ξέρει
μόνο ἡ γιαγιά του ἡ ἀβεβαιότης
μὲ τὴ γλυκεῖα της ρόδινη ἀφύπνιση.
Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινες
αὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺς
ἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου