Ότ΄ είχε βασιλέψ΄ ο ήλιος. Κατεβαίναμε το στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Ζερβά μεριά, στο κάτω σκαλοπάτι του παλιού σπιτιού του Γιάννου τ΄ Αγιώτη (μια φορά ήταν του Γιάννου τ΄ Αγιώτη, όταν ο μακαρίτης εζούσε κι εμεθούσε ακόμα· τώρα δεν ξέρω πλια τίνος είναι, γιατί πέρασαν τόσα χρόνια!) καθόταν η Μορισώ, το Γιαλινάκι, με τη ρόκα της, με τ΄ αδράχτι της, μαζί με δυο άλλες, κι άλεθε η γλώσσα της. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέσει μια παροιμία απ΄ το στόμα της·
- Τρεις όπ΄ σ΄ έχω, άντρα, και τρεις όπ΄ μ΄ έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...
***
Εκείνο το δειλινό, είχε σπαργανίσει, καθώς έμαθεν, μια νιόνυφη, η γυναίκα του Κώστα του Μπουλτογιάννη. Εξ εφτά μήνες είχαν περάσει απ΄ το γάμο. Η θεια Μορισώ εσκολίαζε, τώρα, κατά το δικόνε της τον τρόπο, το ‘φταμηνίτικο ή το πρωιμάδι, που είχεν έρθει στον κόσμον αυτόν.
Ούλα τα συβάντα του μικρού χωριού, τα όσα γίνονταν, και τα όσα δεν είχαν γίνει ακόμα, έτσι τα σκόλιαζε. Δεν άφηνε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ΄ αποσώσει. Μ΄ αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κι έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών οι ώρες. Αλλιώς, τι θα γινότανε, σ΄ αυτόν τον παλιόκοσμο;
Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά. Ο γιος της, ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρει μαύρα πέλαγα. Άμορος είχε γίνει, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε· ήταν στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θα ’ρθει, και δεν ερχότανε. Την κόρη της, την είχε καλοπαντρέψει, μα δεν είχε τύχη να ζήσει· πέθανε στη γέννα, και το παιδί έζησε ώσπου ν΄ αποχτήσει το δικαίωμα ο πατεριασμένος του να κληρονομήσει τα προικιά, κι ύστερα, στους πέντε μήνες ξαναπαντρεύτηκε· αυτός ήταν ο μεγαλύτερος καημός της θεια Μορισίνας!
***
Για να μαλακώσ΄, η ταλαίπωρη, τον πόνο της, έκαμε στην αρχή να πέσει στα θεία και σε αγαθοεργίες. Θέλησε να πάρει ψυχοκόριτσο έν΄ αρφανό, που κανείς δεν ήξερε τον πατέρα του. Επειδή όμως ήταν πολύ αράθυμη, και όταν θα θύμωνε, θα φώναζε το κορίτσι «μπαστάρδικο!» για να μην κολάζει την ψυχή της, έκαμε καλύτερα να το διώξει, ύστερα από τρεις μέρες αφού το πήρε στο σπίτι της.
Καμπόσες φορές είχε κάμει κόλλυβα και λειτουργιές για τους πεθαμένους. Ύστερ΄ από λίγο, τα έφερε ο διάολος να μαλώσει με τον ένα, έπειτα με τον άλλον, παπά της Εκκλησιάς· τότες κι αυτή, για να μην τους τα χαραμίζει, και κολάζει την ψυχή της, έπαψε τις προσφορές και τα μνημόσυνα.
Μόνο επήγαινε ακόμα στην Εκκλησιά, κι εκολλούσε κεράκια στους Αγίους. Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ΄ το παγκάρι, έπαψε ν΄ αγοράζει απ΄ την Εκκλησιά, κι έπαιρνε απ΄ τον μπακάλη. Έπειτα, ο παπάς, οπού δεν τα ’χε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνει νοθεμένα κεριά, μόνε να ψωνίζει απ΄ το παγκάρι. Τότε κι αυτή έπαψε να κολλά κεριά.
Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησιά. Ύστερα, επειδή έβλεπε καμπόσες γυναίκες, οπού αυτή τις είχε για κλεφτρίνες και για «παστρικές», να έρχονται κοντά στο στασίδι που ακουμπούσε, και να κάνουν μακριούς σταυρούς και στρωτές μετάνοιες, σκανδαλίσθηκε, και δεν επατούσε πλια στην Εκκλησιά, για καμπόσον καιρό.
***
Τόσο κακότυχη που έμεινε, για να έχει μια παρηγοριά στη μονοτονία της ζωής της, αποφάσισε και δεύτερη φορά να πάρει ένα ψυχοπαίδι, που να είναι από μάνα και πατέρα, για να μην την βάζει ο πειρασμός, στο θυμό της απάνω, να το φωνάζει μπάσταρδο. Ηύρε, αλήθεια, ένα ορφανό, που ήταν και από μακρινή γενιά της. Το πήρε, το ανάθρεψε, το μεγάλωσε. Κείνο βγήκε πολύ θεληματάρικο, απαιτούσε πάντοτε «το δικό του να γένει». Αυτή ήτον πολύ αψίθυμη, και δεν έκαναν καλό χωριό οι δυο τους. Τέλος, το παιδί μπαρκάρισε, «πήρε τα μάτια του κι έφυγε», και τον δεύτερον χρόνο επνίγη μ΄ ένα καΐκι που αρμένιζε. Και πάλι η θεια Μορισίνα απέμεινεν έρμη και μοναχή.
***
Και τώρα εγήραζε, κι εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της. Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρει πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβει θάρρος μαζί της. Επήρ΄ ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ΄ τη στεριά την αντικρυνή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Αυτό, σαν έγινε δεκαπέντε χρόνων, αγάπησ΄ ένα νέον στη γειτονιά και μια βραδιά, τη σαρακοστή, όταν η ψυχομάνα της ήταν στην Εκκλησιά (γιατί είχε ξαναρχίσει, φυσικά, να πηγαίνει, επειδή δεν υπόφερνε να τήνε λένε «ξεχωρισμένη» και «αλιβάνιστη») έμπασε τον αγαπητικό στο σπίτι, κι έκαμε αρρεβώνα μαζί του. «Ή θα με πάρεις, ή θα χαθώ».
Η ψυχομάνα λύσσαξε, σκύλιασε, απ΄ το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξει όξω, αφού την γδύσει, και να την αφήσει με το πουκάμισο. Εδώ «τα βρήκε σκούρα». Οι δικολάβοι, οπού δεν λείπουν από κανένα μικρό χωριό, υπερασπίστηκαν τη νέα, και την εσυβούλεψαν να μην κουνηθεί από το σπίτι. Η θεια το Γιαλινάκι επήγε σ΄ ένα ξάδερφό της, που ήτον κάπως μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου, κι αυτός την ορμήνεψε να βάλει μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήσει να πεθάνει από το κρύο, κι απ΄ το άλλο μέρος, να του κάμει το σπίτι απάνω του, οικονομικά, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια Μορισίνα. Αληθινά, χωρίς να το καλοσυλλογιστεί, με βία, επήγε και του έκαμε το έγγραφο το «οικονομικό», κι έβαλε δύο μαστροχαλαστήδες μισομεθυσμένους, ένα κοντόγιορτο, κι άρχισαν να κατεβάζουν τα κεραμίδια...
Τότε, άξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι άρχισε να χύνει τόσα δάκρυα απ΄ τα μάτια της, ως να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλωμένη, που δεν είχε δουλευτεί ποτέ, και τώρα μόνο άρχιζε να ξεχειλίζει. Λοιπόν, το μετανόησε, έτρεξε στον εξάδερφό της, και τον επαρακάλεσε να της χαλάσει το έγγραφο το «οικονομικό». Ο ξάδερφος, όμως, δεν φαίνεται να είχε πολλά υγρά μέσα του· αρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κι είπε πως το σπίτι ήταν δικό του...
***
Αφού είδε κι αποείδε, η γριά Μορισίνα, και καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι αν είχε καταπιαστεί, δεν της εβγήκε σε καλό· τέλος στα υστερνά της βάλθηκε κι αυτή ν΄ αποσώνει τις κουβέντες, τα μαντάτα, και τις δουλειές των αλλονών. Κι επέρναε τον καιρό της να κρίνει και να ξεστομίζει σκόλια για κάθε τι. Η μεγαλύτερη δουλειά της ήτον να λέει τραγουδάκια, να βγάζει παραγκώμια για τον καθένανε.
Άμα έβγαινε το πουρνό απ΄ την Εκκλησιά, από τη στερνή φορά που είχε ξαναρχίσει να πηγαίνει, το έστρων΄ εκεί στα σκαλοπατάκια, όχι μακριά ΄π΄ το σπίτι της, κι έπιανε λακριντί με τις γειτόνισσες. Τις καθημερινές έκανε και τη ρόκα της, εδούλευε κι η γλώσσα της, σαν αν έκαναν ζευγάρι τα δυο. Τις Κυριακές, που έβλεπε και πλιότερον κόσμο (γιατί το στενό κατηφορικό καλδερίμι, ήτον πρώτο σοκάκι κατά το γιαλό, δίπλα στην πιάτσα) άλεθε το διπλό η γλώσσα της.
Αν έβλεπε κανένα μαραγκόν του ταρσανά στολισμένον, με γαλάζια γιαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο, και μακριά φούντα, έλεγε· «Κόρδα και φούντα, και τ΄ άσπρα, πούν΄ τα;»
Αν επερνούσε καμμιά νιόνυφη, με ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της φαινόταν τόσο νόστιμη· «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα πω; κουρμαντέλα, να μην αβασκαθεί, το κορμί της!»
Αν ήταν κοντή και χωρίς μέση· «Τι κουβάρι είν΄ τούτο, μαθές; Πώς δεν την εξεδίπλωσε η μάνα της;...»
Αν ήταν καμμιά ψηλή και άγαρμπη· «Δε σας φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη... που το πάει ο μπάρμπ΄ Αναγνώστης μπροστά απ΄ τον παπά, που θα πει το ‘Σοφία, ορθοί’;»
Αν έβλεπε κάνα κορίτσι πολύ μαυριδερό· «Την επάτησε στην μπογιά ου Άραμ΄ς» (παραγκώμι ενός βαφιά του τόπου).
Αν επερνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο· «Νύχτωσε, και δεν πρόφτασε να χτίσει άλλο μισό· χρειάζεται σκαλωσιά να βάλει ο Αριφός» (παρατσούκλι του πρωτομάστορη, που σκάρωνε τα καράβια).
Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια, τάπαιρνε «κουτουριάρικα», και τάχε σχεδόν μονοπώλιο, η γριά Μορισίνα. Εκείν΄ η παροιμία που ακούσαμε απ΄ το στόμα της, «Τρεις οπ΄ σ΄ έχω» κτλ., ήταν μόνο συνέχεια χωρίς τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γίνει ο αρρεβώνας, του ίδιου τ΄ αντρόγυνου, είχε πει· «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα στοιχειά βλογιούνται...»
***
Μια βραδιά, προ χρόνων, όταν είχε βγει περίπατο ένα ζευγάρι αρρεβωνιασμένων, όπου οι μανάδες και των δυο κάτι παλιά ψεγάδια είχαν, φαίνεται, στην υπόληψή τους, η γριά έξαφνα είχε ξεφωνίσει.
- Τι ταιριασμένο αντρόγυνο, να σ΄ πω!
- Σε τι είναι ταιριασμένο, θεια Μορισώ; την ερώτησαν.
- Να, πλια π......ς γιός, και π......ς θυγατέρα· απάντησε η γερόντισσα.
***
Μια χρονιά, είναι τώρα πολύς καιρός, ο καινούργιος δήμαρχος που είχε γίνει στο χωριό, θέλοντας να νεωτερίσει, ξόδεψε ολίγες χιλιάδες του Δήμου του φτωχού, για να κάμει λέει «αρτεσιανά φρέατα». Ύστερ΄ απ’ ολίγους μήνες, τα ψευτοπήγαδα χάλασαν, κι έγιναν άχρηστα. Η θεια Μορισίνα, πήγ΄ ένα βράδυ να γεμίσει το κανατάκι της, σ΄ ένα απ΄ αυτά, και δεν βρήκε νερό στάλα.
- Παλαβώσανε και τα φτιάσανε· παλαβώσανε και τα χαλάσανε; είπε.
Θαρρώ πως αυτό ήταν το απόφτεμά της το τελευταίο. Ύστερ΄ από ολίγο, σχωρέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου