Μέσα στὸν ὕπνο μου ὅλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ᾿ ὀνειρό μου
εἶναι ἕνα σκοτεινὸ τοπίο
καὶ περιμένω ἕνα τραῖνο.
Ὁ σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες
ποὺ φύτρωσαν πάνω στὶς ράγιες
γιατὶ ἔχει πολὺν καιρὸ νἄρθῃ
τραῖνο σ᾿ ἐτοῦτον τὸ σταθμὸ
καὶ ξάφνου πέρασαν τὰ χρόνια
κάθομαι πίσω ἀπ᾿ ἕνα τζάμι
μάκρυναν τὰ μαλλιά,
τὰ γένεια σὰ νἆμαι ἄρρωστος πολὺ
κι ὅμως μὲ παίρνει πάλι ὁ ὕπνος
σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται ἐκείνη
κρατάει στὸ χέρι ἕνα μαχαίρι
μὲ προσοχὴ μὲ πλησιάζει
τὸ μπήγει στὸ δεξί μου μάτι!
Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου