ὅπως ἔλαχ᾿ ἔχει γύρει
λυπημένη κοπελιά.
Δὲν τὴν μέλλει πὼς ἡ αὔρα
παίζει καὶ σκορπᾷ τὰ μαῦρα
τὰ λυμένα της μαλλιά.
Στὸν ἀγκών᾿ ἀκουμβισμένη,
στὴν παλάμη ἔχει γερμένη
τὴν ὡραία κεφαλή.
Καὶ βεβαίως δὲν τὸ ξέρει,
πὼς τ᾿ ὁλόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεῖ.
Ἡ χλωμὴ μορφή της μοιάζει
τὸ λευκάνθεμο, ποὺ σπάζει
τοῦ βορηᾶ ἡ ψυχρὴ πνοή.
Κόρη μόλις στὰ δεκάξη,
ποιὰ φουρτοῦνα ἔχει ταράξει
τὴν ἀθῴα σου ζωή;
Ἡ ματιά σου σὲ ποιὰ χώρα
ταξειδεύει τόση ὥρα
κι᾿ ἀφαιρέθῃς σκυθρωπή;
Καὶ γιατί τ᾿ ἁγνά σου χείλη,
ποὺ ἡ χαρὰ μὲ δαῦτα ὠμίλει,
τὰ κλειδώνει ἡ σιωπή;
Ἀπὸ τῶν ματιῶν τὴν ἄκρη
ἁρμυρὴ δροσιὰ τὸ δάκρυ
σιγαλὸ κατρακυλᾷ.
Πότισμα ἀπὸ τέτοια αὐλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τὰ χλωμιάζει τὰ χαλᾷ.
Κι᾿ ὅταν ἡ καρδιὰ στὰ στήθη
ἀγαπᾷ, μὰ ἐλησμονήθη
ἀπ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ,
μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ ξέρῃ
πόσο πάσχει κι᾿ ὑποφέρει,
καὶ γιὰ τοῦτο σιωπᾷ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου