Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ


 του Γεωργίου Αλεξανδρή

Συνε­παρ­μέ­νος
απ’ την ωραιό­τητα της ψυχής σου
και τη γλυ­κύ­τητα της νύχτας,
απο­τόλ­μησα να σε απο­θα­να­τίσω
με την τέχνη της ποί­η­σης.
Ξενύ­χτησα σε πολλά συμπό­σια
λέξεων και εικό­νων.
Εμπνεύ­σθηκα και εκστα­σιά­στηκα.
Δεν το κατά­φερα
και γλι­τώ­σαμε κι οι δυο τη συμ­φορά.
Εσύ επειδή  είσαι η ίδια το ποί­ημα,
ύμνος και μελω­δία,
κι εγώ που  ανα­κά­λυψα στο νυχτο­λό­γιό μου
πως είναι πιο τολ­μηρό,
να σε δια­βάζω σε στί­χους
και να σ’ ακούω μουσική.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

του Γεωργίου Αλεξανδρή 


Μου ’λεγες για τις αλή­τισ­σες μέρες που έζη­σες,
για τις τσιγ­γά­νες νύχτες στις οποίες δρα­πέ­τευ­σες,
δεί­χνο­ντάς μου παλιές εφη­βι­κές φωτο­γρα­φίες.
Μου ιστο­ρού­σες για τα κρυ­φο­μι­λή­ματα της νύχτας,
τότε που τρα­βιό­σουν στις πιο από­με­ρες γωνιές του νου
και τον άφη­νες να σε ταξι­δεύει ύπο­πτος κι ανυ­πά­κουος
πέρα απ’ το φόβο της βεβαιό­τη­τας και του κενού,
μόνη, ολο­κλη­ρω­μένη με της γης τις αισθή­σεις.
Με οδή­γη­σες μπρο­στά στο κατώ­φλι της ψυχής σου
και μ’ άφη­σες στη μισά­νοι­χτη πόρτα να δια­κρίνω
στις ανα­δυό­με­νες μνή­μες σου τις δικές μου προσ­δο­κίες.
Σου έπιασα το χέρι να μεί­νει η πόρτα ανοι­χτή
κι απ’ το βάθος ένας μεθυ­σμέ­νος και βίαιος ήλιος
μας πυρ­πο­λούσε ανε­λέ­ητα και μας συνέ­τριβε.
Κοι­τα­χτή­καμε ανυ­πό­κριτα στη γλύκα της αθω­ό­τη­τας
ζητώ­ντας δικαιο­σύνη και έλεος που είχαμε ανα­κα­λύ­ψει
τους εαυ­τούς μας, ο ένας στη σκέψη του αλλου­νού.
Ευτυ­χή­σαμε. Μοιά­ζαμε κι οι δυο πυρ­πο­λη­μέ­νες πόλεις.
Έτρε­μες και βια­ζό­σουν να μοι­ρα­στείς
τον χρόνο που έφευγε νερό απ’ τις ανοι­χτές σου χού­φτες,
να προ­λά­βεις να μου πεις πως ανα­κά­λυ­ψες ότι υπάρ­χεις
διά­τρητη μέσ’ από πρω­τό­γνω­ρες σκέ­ψεις και αισθή­ματα
και να παρα­δε­χθείς πως πρώτη φορά
αισθάν­θη­κες τόσο όμορφα έτσι ανυ­πε­ρά­σπι­στη.
Σπα­ραγ­μός και οδύνη οι ανα­μνή­σεις και οι προ­σμο­νές
τότε που άνοιγα τα χέρια μου και μ’ ένα τρα­γούδι
θαρ­ρούσα πως αγκά­λιαζα τη γη.
Τώρα  κομ­μά­τια ο πόθος στο γύρι­σμα της μέρας
και θρύ­ψαλα η κρυφή γοη­τεία της νύχτας
καθώς έχασα την αρχή στο μικρό μου τ’ αλώνι
και τόλ­μησα στα τόσα σταυ­ρο­δρό­μια των ματιών σου
να πω με βεβαιό­τητα πως υπάρχω.
Μας πυρ­πο­λούσε ένας μεθυ­σμέ­νος και βίαιος ήλιος
και μας σαϊ­τευε ένας κόκ­κι­νος μικρός θεός.
Oμο­λο­γή­σαμε ο καθέ­νας την παρου­σία του άλλου,
έγινε η στιγμή αιω­νιό­τητα κι ανά­γκη
κι αφή­σαμε το χθες μας στη συντριβή.
Πυρ­πο­λη­μέ­νες, δια­γου­μι­σμέ­νες πόλεις κι αγύρ­τισ­σες ψυχές
που γκρε­μί­ζουν για να κτί­σουν που πεθαί­νουν για να ανα­στη­θούν
θέλαμε να το πούμε δυνατά με μια κραυγή.
Το κρα­τή­σαμε όμως μόνο για μας. Το υπο­σχε­θή­καμε.
Και το σφρα­γί­σαμε μ’ ένα φιλί. Το πρώτο μας φιλί.

Αλεξανδρής Γεώργιος (βιογραφικό)

Γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1952 στο Πετρωτό Τρικάλων όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο Φαρκαδόνας και  σπούδασε στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. 
Μετά από 33 χρόνια υπηρεσίας ως Δάσκαλος σε Δημοτικά Σχολεία, συνταξιοδοτήθηκε και κατοικεί στα Τρίκαλα.  
Ασχολείται με την ποίηση και αναφέρει σχετικά:  «Ανήκω στη μεγαλύτερη μειοψηφία, αυτή των αναγνωστών της ποίησης, οι ποιητές είναι μικρότερη και προσπαθώ να στέκομαι  στις ομορφιές του κόσμου που ο λόγος αποκαλύπτει και δημιουργεί»

Δύο (2) ανέκδοτα Ποιήματα της Γρηγορίας Πελεκούδα

Εκεί πάνω-πάνω
απο τον κόσμο σας
σαν άνεμος
τα δάχτυλα βρυχούντε
με νύχια και με δόντια
φωνή βοώντος
εν τη ερήμω.

Μα ευτυχώς
που υπάρχουν
πουλιά
να τρώνε τα σκουπίδια σας,
τσιμπολογούν αθόρυβα
τα γεγονότα
μιας θάλασσας
της απραξίας σας.

….

Σήμερα θα ντυθώ
όπως κι εσύ
που στο γαλάζιο σου
ντύθηκες
μιας άγρυπνης μνήμης
με τα νέφη αποδημούντα
να φτερουγίζουν εντός.

Τ΄αστέρια σου μάζεψα
της αγρύπνιας
από τις κόχες
των αιώνων.

Με το κύμα της θάλασσας
στη γαλήνη σου
ω! πόσο με πλάνεψαν
οι ανθώνες σου
κοραλιών. 

Μνημόσυνο της Άννας Αφεντουλίδου





Είμαι πεθαμένη
από καιρό πεθαμένη
Ένα διάφανο χνάρι
χωρίς ίχνος ζωής 

Παρουσίαση του βιβλίου: Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ του Νίκου Κατσαλίδα


Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

του Γεωργίου Αλεξανδρή 

Ξεχά­στηκ’ απρο­στά­τευτο κι ανέ­μελο παιδί,
στις στρά­τες τ’ ουρα­νού, στου ήλιου τα αλώ­νια
κείθε του φεγ­γα­ριού, των αστε­ριών πιο δώθε
παί­ζο­ντας με τα όνειρα και τη ζωή μετρώντας.

Με παρα­φύ­λα­γαν θεοί και μ’ απο­πή­ραν
που πέρασα την πόρτα τους και μπήκα στις αυλές τους,
θαρ­ρώ­ντας πως βεβή­λωνα τα όσια κι ιερά τους
κι απο­ρη­μέ­νος έφυγα πού τάχα να είχα φτάσει.

Έσκυψα κι αφου­γκρά­στηκα της γης την καλο­σύνη,
ένιωσα την ανάσα της να φτά­νει απ’ τους ναούς της
κάλε­σμα σε θύμη­σες  με προ­σευ­χές και ύμνους
κι ευτύ­χησα στον κόρφο της και στο γλυκό της βλέμμα.

Ήταν μικρός ο ουρα­νός  τ’ όνειρο  να χωρέ­σει.
Στα στή­θια της η γη το κρά­ταγε  ν’ ανα­πνέει.
Ξημέ­ρωνε  στα μάτια σου και η ζωή βια­ζό­ταν
κι αφέ­θηκα  στα χέρια σου  μαζί σου να τη ζήσω.

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ

του Γεωργίου Αλεξανδρή

Νύχτωσε.
Πάντα νύχτωνε νωρίς στις κρυ­φές μας σπον­δές,
τις μικρές και βια­στι­κές μας λει­τουρ­γίες,
γιατί οι ναοί που στε­γά­ζαμε προ­σευ­χές και κατα­νύ­ξεις,
ήταν κατα­φύ­για  ανα­με­τρή­σεων με το χρόνο
κι απά­ντημα της ψυχής μας με το φόβο.

Έφυ­γες.
Πάντα έφευ­γες νωρίς σαν λόγος αστέ­γα­στος,
δοκι­μα­σία του νου κι απρο­στά­τευτη χαρά
γιατί μαθαί­ναμε να χωράμε σε ανα­μνή­σεις
και πάνω απ’ τα ερεί­πια της τρο­μαγ­μέ­νης σκέ­ψης
ν’ ακούμε χωρι­στά το θρήνο των αναπολήσεων.

Ξημέ­ρωσε.
Πάντα ξημέ­ρωνε αργά στου ήλιου τις κρυ­ψώ­νες
κι αλάρ­γευε η ανα­τολή σε μιαν ανάσα δρόμο,
γιατί η νύχτα πέζευε αγλύ­κα­ντη τη ζωή μας,
στε­γνώ­ναμε στο στο­χα­σμό τη μονα­ξιά του πάθους
κι η μέρα με γκρίζο φως άρχιζε απ’ τον τελειωμό της.

Γύρι­σες.
Πάντα γύρι­ζες αργά σαν αμφι­βο­λία και ελπίδα,
με μιαν  αλύ­τρωτη ματιά και ίμε­ρου ανα­τρι­χίλα,
γιατί μας ξάφ­νιαζε στο φως η σύναξη των ονεί­ρων,
την ομορ­φιά μαντεύ­αμε στην έκσταση της σιω­πής
και μονο­λο­γού­σαμε τη λύτρωση με δέος ελευθερίας.

ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ


 του Γεωργίου Αλεξανδρή 

Με θορυ­βώ­δεις τελε­τές από­δο­σης ευθυ­νών
κι ενορ­χή­στρωση απει­λών και υπο­δεί­ξεων,
μας επέ­βα­λαν ως δικαί­ωμα τη συνε­νοχή
στην ανοι­χτή λεη­λα­σία της ζωής μας
και της ψυχής
  μας το γύμνωμα,
αυτο­γνω­σία και καθαρμό το προσ­διό­ρι­σαν,
εύδο­ξοι συμ­μέ­το­χοι μαζί τους να πορευτούμε.

Κι εμείς, νοσταλ­γοί κι ανα­δρο­μά­ρη­δες
των ήσυ­χων και­ρών και των συμ­βι­βα­σμών,
αμύ­η­τοι σε όνειρα κι ανύ­πο­πτοι σε εμπνεύ­σεις,
τις μέρες μας μετρούμε καθέ­νας απ’ τη γωνιά του,
του φόβου εκκλη­σί­α­σμα, κορύ­φωση φιλαυ­τίας,
έτσι όπως το πρό­βλε­ψαν οι ειδή­μο­νες δυνά­στες,
αλλη­λέγ­γυοι σφε­τε­ρι­στές, ιθα­γε­νείς και
 ξένοι.


Σκο­τεινή κατα­φυγή το παρελ­θόν, κενά η ιστο­ρία,
μικρή πατρίδα η
 σιωπή και η συμ­μόρ­φωση εξο­ρία.
Προ­σκυ­νη­τές της ιδιο­τέ­λειας και δέσμιοι της ανά­γκης,
μικρό­ψυχα απέ­χουμε από συγκρού­σεις και
 αντι­στά­σεις.
Αυτό­χει­ρες της
 υπο­τα­γής και χωρίς αντι­δι­κία,
χάνουμε την οργή του αυτο­σε­βα­σμού και της αλή­θειας,
υπο­θη­κεύ­ο­ντας  γνώση, συνέ­πεια και χρέος.

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ


 του Γεωργίου Αλεξανδρή 

Σώπα.
Δίπλα μου περ­νάει η ζωή.
Θέλω να την ακούσω.

Κοίτα,
στα μάτια σου πλα­νιέ­ται η γη,
μπορώ να την κρατήσω.

Άκου,
ξεστρά­τισε κι αυτός ο νους.
Το θέλω και  μ’ αρέσει.

Έλα,
γείρε λια­νό­βερ­γας κλωνί
μικρό παιδί θα σε κρατήσω.

Μείνε,
να σε κοι­μίσω όνειρο
μαζί σου να ξυπνήσω.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.