Αόρατος κι απρόσιτος κρατώ τα σκήπτρα
που κανείς δεν θέλει να κρατήσει,
μονάχος μέσα σ’ άπειρους μονάχους
σ’ αυτό το απέραντο βασίλειο
της λησμονιάς, της φρίκης και του σκότους.
Η μοίρα θέλησε ο κλήρος να χαρίσει
στον Ποσειδώνα τα νερά,
στο Δία τα ουράνια
κι αυτή τη μαύρη φυλακή σε μένα·
γεμάτη κλάματα, κραυγές, σιωπή.
Άμα στο λαμπερό παλάτι του Ολύμπου
τύχει ν’ ανέβω νιώθω πάντα ξένος
ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους
που κάνουν πέρα όταν με δουν
σαν να ’μουν χτικιασμένος.
Κι εσύ λοιπόν κοιτάζεις όπως όλοι
με φόβο και μ’ απέχθεια
τ’ άγριο πρόσωπό μου
που η ερημιά του σκάλισε
τόσες πολλές ρυτίδες·
στο πρόσωπό αυτό βλέπεις ακόμα
μόνο τον άγριο μαύρο δαίμονα
που σε ’κοψε σαν ανθισμένο κρίνο
και σε ’ριξε στο χώμα
μαραμένη.
Γιατί εμένα, με ρωτάς.
Γιατί να κλέψω τη μισή ζωή σου;
Γιατί το σκότος μου να γίνει και δικό σου;
Κι όμως ακόμα ελπίζω να ’ρθει κάποια μέρα
που θα μου δώσεις απλόχερα το φως σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου