Πρωί
Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.
**
Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος
Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς
Τροίας
καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας.
Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν
ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς
θάλασσας.
Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων
σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿
ἀγρίμια·
προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει.
Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι·
ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά.
**
Σχέδια γιὰ ἕνα
καλοκαίρι.
Ἄνθη
τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα
μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες
γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,
ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες
ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν
ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ
μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.
**
Φυγή
Δὲν
ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.
Ἡ
ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.
Κι
ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.
**
Τὸ φύλλο τῆς λεύκας
Ἔτρεμε
τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε
τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου