Κάποτε παρακολουθώντας παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής ο ομιλητής είχε υποστηρίξει ότι για να είναι ο ποιητής αληθινός θα πρέπει να γράφει ποίηση στη παλαιά φόρμα...την ομοιοκατάληκτη. Θεωρώ λοιπόν πως στη περίπτωση του Χρήστου Κουκουσούρη επαληθεύεται αυτή η ρήση. Η ποίησή του έχει ρυθμό , μέτρο και ομοιοκαταληξία. Τα θέματά του περιστρέφονται γύρω από την καθημερινότητα των ανθρώπων, τα προβλήματά τους. Χρησιμοποιεί πολύ εύστοχα τις λέξεις μέσα στα ποιήματά του και το πλούσιο λεξιλόγιο λειτουργεί ως ιστός αράχνης για τον αναγνώστη.
Δημήτριος Γκόγκας
MΑΙΡΗ
Σου γράφω δυο λόγια, να… βιάζομαι ξέρεις
με τρέχουν οι μέρες κι οι ώρες καιρό
σου αφήνω κλειδί στο πιατάκι της φτέρης
για όποτε θέλεις… Πολύ θα χαρώ…
Προτιμώ Κυριακή για μια βόλτα με Φέρρυ
ως την Αίγινα θα ‘λεγα, που είναι κοντά
να έχουμε χρόνο να μιλήσουμε Μαίρη,
κουράστηκα που όλα τα βράδια μουντά.
Το κλείνω γιατί με κυνηγάνε διαβόλοι
θα πάρω καινούργιο να το ‘χω κρυφό
με ξέρουν κι οι πέτρες σε όλη την πόλη
στο παιγνίδι του ‘’κρύβεστε ‘’ γοργά εντρυφώ.
Προσδοκώ να φανεί κάποια ήρεμη μέρα
να μ’ έχουν ξεχάσει και να ξεχαστώ
να βγω ν’ αναπνεύσω απρόσκοπτα αγέρα
να πιω καφεδάκι στου Βλάση ζεστό,
να μην ψάχνω γύρο μ’ ανήσυχο βλέμμα
δεν έκανα φόνο, χρωστάω λεφτά
κουράστηκα αλήθεια να ζω με το ψέμα
κοντά ξεχρεώνω και όλα ρευστά.
Η κρίση έχει αλώσει χρηστών συνειδήσεις
και κρέμασε αξίες κι αρχές στα σχοινιά
ακούω τα λόγια που λεν στις ειδήσεις
θα φύγει το άλγος, μένει η ρετσινιά.
**
Μέσα στη χούφτα μου έχτισα ένα μικρό νησί,
στέρεοι βράχοι οι ρόζοι μου κι απάνω του εσύ,
ν’ αγνάντευες τα πέλαγα απ’ τις άκρες των δακτύλων μου
να χαίρεσαι και να γελάς και να ‘δινες ζωή.
Με στην παλάμη μου έχτισα ένα μικρό παλάτι,
μ’ αισθήματα οι τοίχοι του, και χρώματα της γης,
κι απάνω στη γραμμή ζωής, άφησα μονοπάτι
πνιγμένο με ‘σε γιασεμιά και φως μιας αστραπής.
Στην άκρη της παλάμης μου, έφτιαξα λιμανάκι
ανάμεσα σ’ αντίχειρα και δείκτη ασφαλισμένο
έναν προβλήτα από καημούς και βράχους κοφτερούς
να σταματάει τον άνεμο, το κύμα το αγριεμένο.
Με στην ψυχή μου έσπειρα το όνειρο μιας πατρίδας,
ψηλά παραθυρόφυλλα, μπρούντζινες κλειδαριές,
από τις γρίλιες έμπαινε το φως μιας ηλιαχτίδας,
και στην κουζίνα σκόρπιζαν άρωμα οι λιχουδιές.
Με στην καρδιά μου έκλεισα ποτάμια από ελπίδες
στόχους ζωής που χάθηκαν και δεν θα ξαναβρώ
μέρες γεμάτες όνειρα, στιγμές σαν καταιγίδες
με μάχες πάντα αμφίβολες, και κόντρα τον καιρό.
Στις προσευχές μου ζήτησα ν’ ακούσεις τη φωνή μου
μέσα απ’ τις αχανείς γραμμές της τηλεφωνικής,
να νοιώσεις την ανάσα μου, να δεις την αντοχή μου,
φάρο της νύχτας, σύμβολο, σκοπό μιας νέας αρχής.
Η ομίχλη τούτων των καιρών σαν πέπλο φαντασίας,
σκέπασε ότι είχαμε κερδίσει απ’ τη ζωή,
σε θέλω με την λάμψη σου το χάος της απουσίας,
να σβήσεις απ’ τη σκέψη μου, για μια μικρή στιγμή.
Καράβι αρμάτωσα για σε μ’ άσπρο πανί ανοιγμένο
και κωπηλάτες ικανούς για τρυφερά ταξίδια,
το λιμανάκι το μικρό λαμπαδοφωτισμένο
κι εγώ φιγούρα γραφική να καρτερώ τα ίδια.
Το πέλαγος απλώνεται ως τη γραμμή του ορίζοντα
κι απάνω του συμμετρικά, μικρές λευκές κουκίδες,
άσπρο πανί δεν φαίνεται, μόνο χρώματα ιριδίζοντα
απ’ τ’ αφρισμένα κύματα που φτιάχνουν οι ηλιαχτίδες.
Άδικα όπως φαίνεται την καρτερώ στο μόλο,
χαμένες πήγαν οι ατέλειωτες ώρες της προσμονής
δεν θα ‘ρθει κι ας θυσίασα, ψυχή, το βιος μου όλο,
κρατώ για πάντα τ’ όνειρο και μην με λησμονείς…
**
Των ακραίων συνειδήσεων θέση δεν παίρνω
ούτε ρούχα γιορτινά σαν μου πουν πως γιορτάζουν
Δημοκράτη ήμουν σπορά και μαζί μου το σέρνω
η εικόνα έχει αλλάξει, κι όλα αυτά με τρομάζουν.
Η Δημοκρατία στις μέρες μας είναι ασύστολο ψεύδος
σκιτσογράφου κακέκτυπο, σαν ρεκλάμα ταινίας
πόση δύναμη τάχα ν’ αποκτήσει και εύρος
πάν’ στις πλάτες λαού, θύμα αίσχιστης πενίας ;
Καπηλευτές κι επιβήτορες δίχως σπέρμα κι ουσία
σχέσεις νόθες κι ασήμαντες σαν το φλάς μιας στιγμής
πώς να πείσει, που οι φέροντες τον σεπτό της μανδύα
διακονίζουν, στοχεύοντας νίκες με ίχνος πυγμής;
Ψάχνω έναν, που νοιάζεται κι έχει πλούτο να δώσει
σε ιδέες κι οράματα για ένα μέλλον ολκής
για την χώρα, που ρήμαξαν εφιάλτες καμπόσοι,
για την χώρα πεδίο που είναι, αήθους διαπλοκής.
Δεν θα βρεις μου φωνάζουν μ‘ ένα πάθος που πάλλει
κρεμασμένοι στα κάγκελα οι των άκρων κραυγές
που ‘χουν στείρο υπόβαθρο και ο λόγος δεν θάλλει
και ξεσπούν σε πειράγματα και στριγκές οιμωγές.
……………………………………….Χρήστος Κουκουσούρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου