πάνω στὸ κόκκινο ἄλογο τὸν Ἅγιο καβαλάρη.
Δόρυ κρατοῦσε καὶ φοροῦσε ὁλόσωμο σκουτάρι,
ὅταν βγῆκε ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα του κι ἔφυγε στὸ βουνό,
κι ἀπ᾿ τὸν Χορτιάτη ροβολοῦσε σείοντας τὸ κοντάρι,
τὸν Σλάβο νὰ σκοτώσει, τὸ ἀνήμερο θεριό,
ποὺ μὲ τὸν Ἄβαρο ἦρθε τὴν πόλη μας νὰ πάρει.
Μ᾿ αὐτὰ λογαρίαζε ὁ σεμνὸς γερομητροπολίτης,
μπρὸς στὸν ἐχθρὸ τὸ φρόνημα τοῦ ποιμνίου νὰ ὑψώσει.
Εἶπε λοιπὸν πὼς κεφαλὴ θὰ εἶναι ὁ Μυροβλύτης
ἀντὶ τοῦ στρατηγοῦ μας ποὺ εἶχε ἤδη ἐνδώσει,
καὶ κλαίγοντας γονατιστὸς ἐζήταγε τὴ χάρη,
εἰρηνικὰ κι ἀσκητικὰ τὸν βίο νὰ τελειώσει...
Αὐτὸς ποὺ εἶχε κάποτε στὸν βασιλιὰ ὀμώσει
ὅτι νεκρὸ θὰ τοῦ ἔφερνε τὸν ξένο μακελάρη...
Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου