Το Εμβατήριο του ωκεανού (1940)
(αποσπασμα)
Νυχτερινό λιμάνι
φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια
φωτισμένα απ’ τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων
κι ύστερα βυθισμένα στη σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες των αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στη νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν τη συγνώμη που έφτασεν αργά.
Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.
...
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.
Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.
Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα
_ μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
_ ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.
Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.
...
Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια
με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα
παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δεν ρωτούσε τη γη
περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής
που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία με τετράδια της αριθμητικής
θυμάσαι το γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια
για να κερδίσει τη νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;
Έτσι την ώρα που μας άφηνε
το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας
και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε
κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες
απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας
απαντήσαμε σένα μ’ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια
να βηματίζεις μονάχο στ’ ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια
όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια κι οι φώκιες.
Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες
που πεινούν ακόμη το νερό
παρελάσεις άστρων στη μνήμη κομισμένων γλάρων
έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδροβίων
και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού
η κυκλική απόδραση του γαλαξία.
Η σιγή να φεύγει πάλι τρομαγμένη
μακριά στη κοιμισμένη παραλία
-η λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων
που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου
και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι
την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.
Κύριε τ’ ουρανού της γης και της θάλασσας
ως πότε θ’ αγρυπνούμε
ως πότε θα διψάμε
ως πότε δε θα πεθαίνουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου