Το λίκνισμα του νησιού, στ’ αφρόσκεπο το κύμα,
γλυκανασαιμιά και τραγούδι στης πεθυμιάς την τράτα
και το μακρινό τ’ αγνάντεμα, ακόμη ένα στέριο βήμα
για το σφιχτό τ’ αγκάλιασμα στης ένωσης τη στράτα.
Λιοκέντητη η σημερινή, εικοστή του Ιούλη αυγή,
το μεσημέρι απάντημα της πίστης στην ελπίδα
κι απέλπισμα τ’ απόβραδο με σταύρωση θλιβερή
στ’ αντάμωμα που πόθησε τ’ αδέρφι στην πατρίδα.
Τα πορτόφυλλα που έπεσαν στο βάρος της κατάρας,
τα κλάματα που ακούστηκαν παράπονο κι ευχή,
ψυχές που μοιρολόγησαν το στοίχειωμα της λαχτάρας,
στο σπίτι μας αντήχησαν παράκληση και οργή.
Φωτιές φυγής και κρότοι διωγμού στο σπίτι του αδερφού
και πνίγεται η ανάσα του ,μαραίνεται η ψυχή του
στο μίσος και την απειλή, του γείτονα και του γνωστού,
να σηκώνει ψηλά τα χέρια του, ικέτης στη ζωή του.
Σε σταύρωσαν αδέρφι μου και είδα τη θανή μου.
Τον τάφο που σου άνοιξαν είναι δικό μου μνήμα.
Θεριέψου στο κουράγιο σου, άκου και τη φωνή μου
κι η πίστη μας ομόψυχη, φουρτουνιασμένο κύμα,
θα πνίξει στο βαθυγάλαζο τ’ αφορεσμένα χέρια
που μάτωσαν τη θάλασσα, αυτή που γλυκοκυματούσα
κρατούσε στην αγκάλη της το σμίξιμο των πόθων,
περήφανα που το ένιωθες κι εγώ το λαχταρούσα.
μα σφίξε μέσ’ στο χέρι μου τα στέφανα του χρόνου,
πανήγυρη ξημέρωμα στην Κύπρο τ’ αντάμωμά μας,
στο δίκιο μας να ιστορήσουμε, το κούρσεμα του πόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου