Το ηφαίστειο που μάζευε τη δύναμή του σαν το κακό σπυρί
κι όλη μέρα ξερνούσε στάχτη
μέχρι που γέμισε το τόπο στάχτες και ησύχασε .
Την άλλη μέρα βγήκε o ήλιος ο παντοτινός ,γκρίζος.
βγήκαν κι οι άνθρωποι και κοίταζαν και κοιταζόντουσαν.
Κι ήταν οι δρόμοι ποτάμια στάχτης
κι όσα δε σκέπασαν οι στάχτες γκρίζα κι αυτά
κι οι άνθρωποι σταχτιοί και τα μάτια των ανθρώπων γκρίζα
και ο αέρας σάπιος , βαρύς , όπως μέσα στα βαθιά πηγάδια
και ήχος κανείς
και όλα ακίνητα , κι ούτε πουλί πετούμενο .
Κι οι φωνές τους δεν πήγαιναν μακριά
έπεφταν κοντά , σαν πέτρες στον βαρύ αέρα.
και περίεργα ζώα , που οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ούτε τ όνομά τους
που ήταν κρυμμένα;
να έρπουν και να χαράζουν δρόμους στο συνεχές γκρίζο.
Και μετά έπιασε τους ανθρώπους ενας πανικός να καθαρίσουν τον τόπο
να καθαρίσουν τα ρούχα τους και τα σώματά τους από το γκρίζο.
Μα ήταν το ίδιο το φώς γκρίζο .
κι απελπίστηκαν και ησυχάσανε
κι απόμειναν να κοιτάζουν τον καινούργιο τόπο άφωνοι.
Μέχρι που νύχτωσε και βγήκε το φεγγάρι και φώτισε απόκοσμα
Το Αλλόκοτο , και την Σιωπή.
Και άρχισε να σέρνεται στις στάχτες το μεγάλο φίδι
που πάντα έλεγαν πως δεν υπάρχει.
Και ιδού οι άνθρωποι ,επιτέλους ήσυχοι, επιτέλους ειρηνικοί
χορτασμένοι από το απόκοσμο και το γκρίζο , κοιμήθηκαν.
και ζήτησα εξηγήσεις
και έρχεται ο ποιητής που γράφει
την Μεγάλη Γεωμετρία των Παθών
και γελούσε.
Δες μου λέει
ειρήνεψαν τα κύμβαλα τα αλαλάζοντα
και τα χάχανα των χρωμάτων
κ έπαψαν τα όργανα των ήχων
και των ανέμων οι ψίθυροι.
Και ιδού ο όφις ο αρχαίος ο αλαζών
και τα ακατανόμαστα ,φανερά και τετραχειλισμένα.
Και ιδού οι άνθρωποι ειρηνικοί
οτι κατοικούν επιτέλους
σε τούτο τον τόπο που άλλος δεν ειναι
παρά οι ακατοίκητες ψυχές τους.
**
πώς νιώθω λέει...
έτσι νιώθω..
προσκυνούν τα δέντρα
κάτι απρόσμενους άνεμους.
Ένας κόκκινος σκύλος
σκοτωμένος,
κείτεται ήσυχα ήσυχα
στην άκρη του δρόμου.
Πρόλαβα και είδα από τ αμάξι
μια τούφα στη ράχη του
που χάιδευε ο άνεμος,
που τάραζε τα δέντρα.
Κείτεται ήσυχα ήσυχα
γυρισμένος στο πλάι,
με τη ράχη του στη ταραχή του δρόμου,
σαν παιδί που κουράστηκε να το μαλώνουνε όλη μέρα
και εγκαταλείφθηκε,
στην αγκαλιά της μάνας του της γής
και στου ανέμου το χάδι,
με εμπιστοσύνη και λησμονιά,
όπως όλοι οι νεκροί.
Άφησα τη ψυχή μου ελεύθερη στον άνεμο
να πάει,
στις απόκοσμες κορφές
που δέρνει το φεγγάρι
και βαθιά στο πέλαγος
σε κάτι βράχους
που δέρνουν τα κύματα
χωρίς έλεος.
Και είδα τη γη που σβουρίζει στο απίστευτο χάος,
με όλους εμάς ανόητους, ταραγμένους,
κύμβαλα αλαλάζοντα,
τόσο απροετοίμαστους
να γυρίσομε τη πλάτη στο πολύβουο κόσμο
και να εγκαταλειφθούμε επιτέλους
με εμπιστοσύνη και λησμονιά,
στο χάδι του ανέμου
και στα χέρια του Θεού...
**
Οι άνεμοι της ερημιάς
Στις άδειες αίθουσες φυσούν οι άνεμοι της ερημιάς.
Τα νερά σαπίσανε τη βιβλιοθήκη
Κάτι έγγραφα πεταχτήκανε χάμαι
Κάπου εδώ πρέπει να τριγυρίζει
Ίσως να κοιμάται εδώ τις νύχτες
Εδώ τον εγκατέλειψα
όταν ήταν δέκα χρονών.
Δεν νομίζω να μου κρατά κακία πια…
Στην αρχή έκλαιγε πολύ
και με φώναζε
δεν πίστευε ότι τον άφησα.
Μετά μόνο έκλαιγε.
Σταμάτησε να με φωνάζει.
Για να μη με κατηγορήσει
με ξέχασε .
Αν συναντηθούμε
στο έρημο σχολείο
ή στον ποταμό με τα πλατάνια
και με κοιτάξει στα μάτια,
θα κάμει μια αβέβαιη κίνηση
σα μια στιγμή, μια ελάχιστη στιγμή
να μ' αγκαλιάσει..
ίσως να φανεί στο βλέμμα του
η απίστευτη αγάπη..
Μάλλον κοιμάται εδώ τις νύχτες.
Στα πεταμένα έγγραφα, βρήκα το ενδεικτικό του..
Με το όνομά μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου