Το χωριό Σεβντίκιοϊ συνδεόταν με τη Σμύρνη με αμαξιτό δρόμο μέχρι την Έφεσσο, και σιδηροδρομικώς μέσω της γραμμής Σμύρνης – Αϊδινίου με διακλάδωση στον σταθμό του Καζαμίρ. Η διάρκεια της διαδρομής ήταν 40 λεπτά. Ήταν χτισμένο σε υψόμετρο περίπου 180 μέτρων στις πλαγιές του όρους Κιζίλ Νταγ. Η εύφορη πεδιάδα του εκτεινόταν προς τον Νότο. Τα νερά του Μέλητα ποταμού διέσχιζαν τον κάμπο.
Όταν ο πατέρας μου διορίστηκε ως τροχοπεδητής στον σταθμό του Καζαμίρ, αναγκαστικά, μετακομίσαμε στο Σεβντίκιοϊ. Τη διακλάδωση της γραμμής για τον σταθμό του Καζαμίρ την είχε χρηματοδοτήσει ο Αναστάσιος Φωτιάδης, μέλος πλούσιας οικογενείας. Ο ίδιος επίσης ανακαίνισε και επέκτεινε, το 1864, τον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που προϋπήρχε από το 1796. Το Σεβντίκιοϊ παλιότερα κατοικείτο κυρίως από Τούρκους, όπως φαίνεται από τα ερείπια παλαιού τεμένους και μιναρέ στο χωριό, και από λίγους Λεβαντίνους. Από τον 18ο αιώνα άρχισε σταδιακά ο εξελληνισμός του. Έλληνες έποικοι από την Στερεά Ελλάδα κατοίκησαν σ’ αυτόν τον χώρο. Φημίζονταν για τον αγέρωχο χαρακτήρα τους και τη γενναιότητά τους, γι’ αυτό το χαρακτήριζαν ως «το λεβέντικο χωριό» της Σμύρνης. Η ετυμολογία της λέξεως ΣΕΒΝΤΙΚΙΟΪ απασχόλησε τους Μικρασιάτες λογίους. Η λέξη αποτελείται από τα τουρκικά συνθετικά «σεβντί», που σημαίνει αγάπη, έρωτας, εξ’ ου ο σεβντάς, και «κιοϊ» που σημαίνει χωριό. Άρα μεταφράζεται ως «Χωριό του έρωτα». Οι λόγιοι της Σμύρνης του δίνουν το ελληνικό όνομα Ϊμέριον» ή «Ερασίνον», διότι Ίμερος σημαίνει έρωτας, πόνος, πόνος καρδιάς, σεβντάς, ενώ Ερασίνον σημαίνει ερασμιότης, έρως, ερωτική αγάπη, πάθος, εξ ου και εραστής.
Η ζωή της οικογένειάς μου ήταν ευτυχισμένη, όπως μου έλεγε η μητέρα μου. «Είχαμε όλα τα καλά του Θεού, παιδί μου». Το σπίτι μεγάλο, προίκα από τον πατέρα μου, μέσα σε μια έκταση δύο στρεμμάτων, με τέσσερα δωμάτια, κουζίνα, αποθήκες, στάβλο για τα ζώα, κήπο με οπωροφόρα δέντρα, άνθη, λαχανικά, περιστερώνες, κοτέτσια και ένα πηγάδι στο μέσον του κήπου. Παραμυθένια η ζωή μας για τέσσερα χρόνια. Τα μεγάλα αδέλφια μου πήγαν Νηπιαγωγείο και Δημοτικό στο εξατάξιο Αρρεναγωγείο, που βρισκόταν στον αυλόγυρο του Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
ΑΖΙΖΙΕ, το όμορφο χωριό της Σμύρνης
Έπειτα όμως ήρθε η μετάθεση του πατέρα σε άλλον μεγάλο σιδηροδρομικό κόμβο της ίδιας γραμμής, στον σταθμό του χωριού Αζιζιέ, νότια της Σμύρνης, στον νομό Αϊδινίου. Εγκατασταθήκαμε σε ένα ωραίο σπίτι της Αγγλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Στο χωριό κατοικούσαν καλοί και απλοϊκοί άνθρωποι. Σύντομα οι γονείς και τα αδέλφια μου απέκτησαν γνωριμίες. Τα παιδιά συνέχισαν το σχολείο. Το 1911, στο Αζιζιέ, γεννήθηκα εγώ, ο Νέστωρ, ο πρώτος Αζιζιώτης, και το 1915, μετά από τέσσερα χρόνια, ο δεύτερος Αζιζιώτης, ο Κωνσταντίνος. Το χωριό παλιά ήταν ακατοίκητο, έμεναν μόνο οι υπάλληλοι του Σταθμού της Τουρκικής Αστυνομίας. Οι Τούρκοι απέφυγαν να το κατοικήσουν για να μην βλέπουν τα τρένα που πηγαινοέρχονταν, τα «Σεητάν Αραμπά», όπως τα έλεγαν, δηλαδή τα «Κάρα του Διαβόλου». Το Αζιζιέ κατοικήθηκε πρώτη φορά από Έλληνες νησιώτες της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, κυρίως από Δωδεκανήσιους και Κρητικούς. Το χωριό ήταν πολύ όμορφο, χτισμένο πάνω σε ένα λόφο. Κάτω απλωνόταν η εύφορη πεδιάδα του, που την πότιζε ο παραπόταμος του Μέλητα, ο Ψευδομέλης ή Ποτάμα. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν χιλιάδες στρέμματα με αμπέλια, καπνά, οπωροφόρα δέντρα, σιτηρά, αλλά κυρίως συκιές. Τα σύκα ήταν το δεύτερο κύριο εξαγώγιμο προϊόν της Σμύρνης. Μάλιστα η γνωστή ποικιλία Ficus Catica εθεωρείτο η καλύτερη παγκοσμίως. Τα βαγόνια των αμαξοστοιχιών μετέφεραν φρέσκα και ξερά σύκα από το Αζιζιέ στην Σμύρνη όπου συσκευάζονταν και εξάγονταν στην Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία και στην Αμερική. Το τρίτο σημαντικό προϊόν της περιοχής ήταν τα καπνά, εγχώρια και αρωματικά, που εξάγονταν στην Ευρώπη, στην Αίγυπτο και στην Αμερική. Το μονοπώλιο των καπνών το είχε μια μεγάλη γαλλική εταιρεία.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε αρχίσει ο μεγάλος ανταγωνισμός των Ευρωπαίων στην οικονομία της Τουρκίας προς όφελός τους. Ξένες τράπεζες εγκαταστάθηκαν στη Σμύρνη, Γαλλική, Ιταλική και Αγγλική. Ένα άλλο πολύ σημαντικό προϊόν του Αζιζιέ ήταν το ορυκτό σμύρις, υλικό βαρύ, ανθεκτικό που περιείχε κυρίως κορούνδιο, μαγνήτη, μαρμαρύγια, κρυστάλλους αλουμίνας και άλλα συστατικά. Το μεταλλωρυχείο έδινε το υλικό του για την παρασκευή μαντεμιού, χυτοσίδηρου, απ’ όπου κατασκευάζονταν διάφορα σκεύη και ανήκε σε αγγλική εταιρεία. Ο κ. Βόκερ και ο κ. Άποτ ήταν Άγγλοι μέτοχοι των μεταλλείων. Αυτοί είχαν αγοράσει από το τουρκικό δημόσιο δύο τεράστιες εκτάσεις και είχαν κατασκευάσει σπίτια «παλάτια», με βοηθητικούς χώρους, οικήματα για τους εργάτες, για τους φύλακες, στάβλους για τα ζώα, κ.τ.λ. Το καλοκαίρι παραθέριζαν εκεί με τις οικογένειές τους. Το ορυχείο απείχε 2-3 χιλιόμετρα από το χωριό. Το ορυκτό μεταφερόταν στον Σταθμό με γαϊδουράκια που είχαν κρεμασμένα σιδερένια κοφίνια. Στον Σταθμό, σε ειδικό χώρο, γινόταν η διαλογή του υλικού κι από κει μεταφερόταν με τα τρένα στη Σμύρνη, από όπου το φόρτωναν στα πλοία για την Ευρώπη.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου