Ἐκεῖνο τὸ ἄστρο, τόσες νύχτες καρφωμένο
πάνω ἀπ’ τὰ νέα βουνὰ καὶ τόσο ἀπόμακρο,
σὰν τὴν πατρίδα τοῦ πόνου μας, σὰν κάθε πατρίδα.
Νὰ ’τανε κὰν ἕνα ὄνειρο νὰ μᾶς τυλίξει
μιὰ θαμπὴ περιπλάνηση, κι ἀπὸ κορφὴ σὲ κορφὴ
κι ἀπὸ πλαγιὰ σὲ πλαγιά, νὰ θυμηθοῦμε.
Κάπου ἡ πηγὴ ἀναβρύζει, κάποτε κινήσαμε,
κάπου χαθήκανε τὰ βήματά μας.
Εἶδα
τὸ χέρι της νὰ ὑψώνεται μὲς στὴν ὁμίχλη,
κόκκινο, μὲ τὴ βούλα τῆς πληγῆς, τρεμουλιαστό,
στὴ σύσπαση ποὺ ξέρει ὁ θάνατος
γυρεύοντας τὴ γῆ,
στὴ σύσπαση ποὺ ξέρει ὁ ἔρωτας
ψάχνοντας γιὰ ἕνα δρόμο πρὸς τὰ ἄστρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου