ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ Α’ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΛΥΡΙΚΩΝ (1811)
Τὰ Λυρικὰ τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχ. Καμινάρη κυρίου Ἀθανασίου Χριστοπούλου, τὰ ὁποῖα εἰς ὅλην τὴν Κωνσταντινούπολην εἶναι πάγκοινα, δὲν ἔχομεν χρείαν, τυπώνοντάς τα, νὰ τὰ συστήσομεν. Περιτ’ εἶν’ οἱ λόγοι, ὅταν φωνάζουν τὰ πράγματα. Ὅποιος θέλει, ἂς τ’ ἀναγνώσει, καὶ ἂν ἠμπορέσει, ἂς τ’ ἀρέσει. Ἐμεῖς ἐδῶ, βλέποντας ὅτι ὅλοι μ’ ἄκραν ἐπιθυμίαν τὰ ζητοῦν καὶ τ’ ἀντιγράφουν προθυμότατα, θέλοντας νὰ δουλεύσομεν τὸν πόθον τους, καὶ μάλιστα προθυμούμενοι νὰ τὰ κάμομεν καὶ εἰς ἄλλους Ρωμαίους κοινότερα, τὰ τυπώνομεν μὲ τὰ ἔξοδά μας.
Ἀλλὰ θὰ μᾶς εἰποῦν ἴσως οἱ σοβαροὶ ἀπειρόκαλλοι: τ’ εἶν’ ἡ ὠφέλειά τους; Ἀποκρινόμεσθε μὲ στόμα στρογγυλότατον, πὼς καὶ τὸ καλό τους καὶ ἡ ὠφέλειά τους εἶναι εἰς τὴν ποιητικὴν μεγαλώτατα· καὶ τόσα, ὅσα τοῦ Ἀλκαίου, τοῦ Ἀνακρέοντος, τοῦ Πινδάρου καὶ τῶν ἄλλων λυρικῶν παλαιῶν Ἑλλήνων καὶ νέων Εὐρωπαίων: Τάχα τὰ Λυρικὰ τοῦτα κατώτερα εἶναι ἀπὸ τὰ Λυρικὰ ἐκείνων; ἢ μήπως ὁ Ἀπολογούμενος φυσιολόγος Ἔρωτας δὲν ἔχει, καὶ μικρὸς ὄντας, τὸ μεγαλεῖον τῆς ὁμηρικῆς ἐκείνης ἐποποιΐας; Ὅποιος, ὅ,τι θέλει ἂς εἰπεῖ, τὰ καλὰ καλὰ εἶναι πάντοτε.
Ἔπειτα, βλέποντας καθένας εἰς αὐτὰ τὴν θαυμαστὴν ποιητικὴν ἁρμονίαν τῆς γλώσσας μας, τὴν ποικιλίαν τῆς φράσεώς της, τὸν μουσικὸν τόνον της, τὴν ρητορικὴν ἔκφρασίν της, τὰ πολυάριθμα εἴδη τῶν στίχων καὶ τ’ ἄλλα τ’ ἀμίμητα θέλγητρά της, βέβαια θα πεισθῆ νὰ δεχθῆ, καὶ μὴ βλέποντας, πὼς αὐτὴ ἔχει ὅλα τὰ κάλλη τῆς παλαιᾶς μητέρας της. Καὶ καθὼς εἰς ἐκείνην τόσοι καὶ τόσοι ἄνθισαν ποιηταί, ἀπαράλλακτα κι εἰς τούτην ἠμποροῦν, ἂν θελήσουν, ν’ ἀνθίσουν καὶ τώρα καὶ μετά. Οἰ Μοῦσες εἶναι θεές. Οἱ Μοῦσες εἶναι πολύγλωσσες. Ἐλάλησαν πρῶτα ἑλληνικά, τώρα λαλοῦν ρωμαίϊκα. Καὶ ἡ φωνἠ τους τόσην χάριν ἔχ’ εἰς αὐτά, ὅσην εἶχεν εἰς ἐκεῖνα. Ὅθεν, διὰ τὲς φλυαρίες τῶν μιξοβάρβαρων ἑλληνιστῶν, προτυπώνομεν κι ἕνα Ὄνειρον, τὸ ὁποῖον τὸ εἶδεν ἕνας μας φίλος εἰς τὸν ὕπνον του. Τυπώνομεν δὲ καὶ μίαν προπαίδειαν τῆς Ρωμαίϊκης στιχουργικῆς, διὰ νὰ γυμνάζονται, ὅσοι θέλουν, τὴν στιχουργίαν διὰ τὴν ποίησιν. Τέλος, τὲς ποιήτριες καὶ ψάλτρες Μοῦσες ἐπικαλούμενοι, καὶ παρακαλώντας τες νὰ χύσουν εἰς ὅλον τὸ Γένος μας τὸ ποιητικόν τους πνεῦμα, προσμένομεν διὰ τὸν τύπον τὴν κοινὴν εὐχαρίστησιν.
Τζαννῆς Κοντουμᾶς
Δρόσος Νικολάου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου