Περὶ τὴν χαραυγήν, ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἐξύπνισε τὰ παιδία, καὶ ἀφοῦ τὰ ἔνιψε καὶ τὰ ἐκτένισε ἐπιμελῶς τοὺς ἔδωσε παξιμαδάκια νὰ μασήσουν, «γιὰ νὰ μὴν τὰ μπουκώσ᾿ ὁ γάδαρος». Εἶτα ἔλαβε τὸ κομψόν, εὔπλεκτον καλάθιόν της, ἔθεσε ἐντὸς τὴν ῥόκαν, τὴν μανδήλαν της καὶ ὀλίγα τρόφιμα διὰ πρωινὸν πρόγευμα, καὶ ἐξῆλθε μετὰ τῆς συνοδίας της.
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾿ ἣν ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἐξύπνα τόσον πρωί. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦτο ὅτι σήμερον, ἕνεκα τοῦ ἐξαιρετικοῦ της ἡμέρας, ὡδήγει μαζί της τὰ μικρὰ παιδία, καὶ ὄχι μόνον αὐτά. Ἀλλ᾿ ἡ καλὴ γραῖα ἦτο πάντοτε ἀγροδίαιτος, καὶ ἂν διενυκτέρευε συνήθως εἰς τὴν πόλιν, ποτέ, οὔτε μίαν ἡμέραν δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν ἐξοχήν. Εἶχε τὴν ἀμνάδα της, τὴν ὁποίαν ἔτρεφε φιλοστόργως καὶ αἱ ἀγαθαὶ γειτόνισσαι διηγοῦντο ὅτι ἐκοιμᾶτο μετ᾿ αὐτῆς ἀγκαλιαστά, διὰ νὰ ζεσταίνεται. Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν ἐκοιμᾶτο μὲ τὴν ἀμνάδα, ἐκοιμάτο ὅμως εἰς τὸ αὐτὸ ὑπόστεγον, ὅπου καὶ ἡ ἀμνάς, μικρὸν ὑπόστεγον μὴ διαφέρον ὀρνιθῶνος εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς. Καὶ τὴν ἡμέραν ἡ μὲν ἀμνὰς εἶχε τὰ ἀρνία της, ἡ δὲ Φωτεινὴ τὰ παιδία της, τὰ τέκνα τῆς κυρίας της καὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς, ἠμίσειαν δωδεκάδα μικρῶν διαβόλων, οἵτινες ἐκρεμῶντο ἀπὸ τὰ φουστάνια της, προσεκολλῶντο εἰς τὰ σπηλαιώδη στέρνα της καὶ ἐπήδων εἰς τοὺς κυρτοὺς ὤμους της. Τὴν δὲ νύκτα ἡ μὲν ἀμνὰς εἶχε τὰ μηρυκάσματά της, δι᾿ ὧν ἐκράτει ἔξυπνον τὴν σύνοικον, ἡ δὲ γραῖα εἶχε τὰ ὄνειρά της, ἄλλα μηρυκάσματα τῆς φαντασίας καὶ αὐτά, ὑφ᾿ ὧν ἐστέναζεν ἐνίοτε ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἐξυπνοῦσα τὴν προβατίναν, ἥτις διὰ μικροῦ βελασμοῦ ἀπήντα συμπαθῶς εἰς τοὺς στεναγμούς της.
Σήμερον ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἑλληνικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀνθούς, ἡ πομπὴ συνωδεύετο καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην κόρην τῆς κυρίας της, τὴν περικαλλῆ Μάτην. Τούτου ἕνεκα, ἡ γραῖα ἀνέλαβεν ἐνώπιον ταύτης τὴν ἠμιαληθῆ ἐκείνην σοβαρότητα, τὴν ὁποίαν ὅλαι αἱ γραῖαι ὑπηρέτριαι ὁπλίζονται ἐνώπιον τῶν νεαρῶν θυγατέρων τῶν δεσποινῶν των. Δὲν ἐπέτρεπε πλέον εἰς τὰ παιδία νὰ πιάνωνται ἀπὸ τὰ φουστάνια της νὰ τὰ τραβοῦν, ἀδιακόπως τὰ ἐμάλωνε, κ᾿ ἐκεῖνα ἔτρεχαν ἄλλα ἐμπρός, ἄλλα εἰς τὰ πλάγια, χωρὶς νὰ δίδωσι προσοχὴν εἰς τὰς φωνάς της.
Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἶκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη τῆς ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφῦος κατερχόμενη εἰς δυὸ παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσούς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ῥίζης τῶν ὠμοπλατῶν.
Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως. Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾿ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσι ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ῥώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώση τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος - ἔρος.
Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾿ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ῥαδινόν της μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της. Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγε τὶς ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζοῦσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ῥόδου. Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλη τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησε μέ!
Ἀφοῦ ἐβάδισαν χίλια βήματα ἔξω τῆς πολίχνης, καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤρχισε νὰ μεθύσκῃ τὰς αἰσθήσεις των μὲ τὰς ἀπείρους εὐωδίας της, εἰσῆλθον εἰς στένωμα τί μεταξὺ δυὸ φρακτῶν, βαίνουσαι ἐπὶ τῆς χλόης, πατοῦσαι τὰ χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ἐνίοτε ὑπὸ τῶν βάτων, ἐνῷ τὰ παιδία ἔτρεχαν ἐμπρός, καὶ πότε εἰσέβαλλον εἰς ἄμπελον κ᾿ ἔκοπτον βλαστούς, πότε ἀνεῤῥιχῶντο εἰς ἄγρια δένδρα ἐν μέσῳ τῶν φρακτῶν ὑψούμενα, κ᾿ ἐζήτουν φωλεᾶς στρουθίων, ἐνῷ ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:
- Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος τὸ λέω; Μὴν τρέχῃς, σὰν ἀγριοκάτσικο, Μανώλη! Τί θέλεις ἐκεῖ πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θὰ ξεσχίσης τὸ ῥούχo σου. Κάτω, ἐσὺ μικρέ!
Ἡ δὲ Ματή, διακόπτουσα τὸν ῥεμβασμόν της, ἠπείλει τὰ παιδία μὲ τὴν παλάμην, κράζουσα:
- Ἡσυχία, παιδιά! Θὰ φᾶτε ξύλο!
Ὅλα αὐτὰ ἐπέφεραν μικρᾶν βραδύτητα εἰς τὴν πορείαν, καὶ ἄλλαι γυναῖκες ὄπισθεν ἐρχόμεναι, μὲ τὰ καλαθάκια των, ταχυποροῦσαι τὰς ἐκαλημέριζαν κ᾿ ἐπροσπερνοῦσαν.
Ἐκεῖ συναντῶσιν ἕνα νέον, ὅστις, ἐνῷ ὅλοι ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐξοχήν, αὐτὸς ἐφαίνετο ἐπιστρέφων ἤδη καὶ διευθύνετο εἰς τὴν πόλιν. Ἦτο ὑψηλός, μὲ ἀῤῥενωπὴν ὄψιν, μὲ γλυκεῖς μέλανας ὀφθαλμοὺς καὶ μ᾿ ἐκφραστικοὺς χαρακτῆρας. Τὸ βάδισμά του ἦτο ὑπερήφανον, μετά τινος ἐπιτηδεύσεως, οἰονεὶ συρτόν, καὶ εἶχε λεπτὸν μαῦρον μύστακα στριμμένον. Θὰ ἦτο ἕως εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν.
Ἅμα εἶδεν ἀντικρύ του τὰς δυὸ γυναίκας, θὰ ἔλεγε τὶς ὅτι ἐβράδυνε τὸ βῆμα, ὡς νὰ ἤθελε ν᾿ ἀπολαύση ἐπὶ τίνας στιγμὰς περισσότερπν τῆς θέας των.
Μόλις ἰδοῦσα τοῦτον, ἡ γριά-Φωτεινὴ τὸν ἐκοίταξε μὲ ἦθος φιλύποπτον, ὡς νὰ ἤξευρε κάτι τι περὶ τοῦ ἀτόμου του, καὶ ἀδιοράτως ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
Ἡ Ματή, ἅμα τὸν εἶδε, συνεστάλη ἐγγύτερον εἰς τὸ πλευρὸν τῆς γραίας συνοδοῦ της, οἰονεὶ διὰ νὰ τοῦ κάμῃ τόπον νὰ περάση διὰ τῆς στενῆς παρόδου μεταξὺ τῶν δυὸ φρακτῶν.
Ὁ νέος ἐπλησίασε μὲ βραδὺ βῆμα, ἔῤῥιψε μακρὸν βλέμμα εἰς τὴν Μάτην, ἥτις ἐχαμήλωσε τὰ ὄμματα, ἔβγαλε τὸ καπέλο του, ἐχαιρέτισε τὰς δυὸ γυναίκας, καὶ ἀπεμακρύνθη, οἰονεὶ μετὰ δυσκολίας καὶ κόπου. Εἰς τὴν κομβιοδόχην τοῦ ἔφερε ῥόδον, μικρὰν δὲ ἀνθοδέσμην ἐκράτει εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῖρα, τὴν ὁποίαν, ἐνῷ ἐχαιρέτιζε διὰ τῆς δεξιᾶς, ἀκουσίως βέβαια ἐπρότεινε μικρὸν πρὸ τοῦ στέρνου, ὡς νὰ ἐπεθύμει νὰ προσφέρῃ τὴν ἀνθοδέσμην εἰς τὴν Μάτην καὶ δὲν ἐτόλμα.
Ἡ γραῖα ἀπήντησε ψυχρῶς εἰς τὸν χαιρετισμόν του, ἡ νέα μόλις ἔνευσε διὰ τῆς κεφαλῆς.
Μετ᾿ ὀλίγας στιγμὰς ἔγινεν ἄφαντος, ὄπισθεν μικρᾶς καμπῆς τῆς παρόδου.
Ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἔστρεψε ἐταστικὸν βλέμμα πρὸς τὴν Ματήν.
- Ποῦ νὰ ἦτον αὐτὸς ὁ Ἔρωτας; εἶπε· καὶ γιατί γυρίζει τόσο πρωὶ ἀπ᾿ τὴν ἐξοχή;
Ἡ Ματὴ ἐκοίταξε μὲ ἀπορίαν τὴν γραίαν θεράπαιναν.
- Ἐμένα ῥωτᾷς; εἶπε· καὶ τί ξέρω ἐγώ;
- Ὅλοι πᾶνε, ἐπανέλαβε μὴ δοῦσα προσοχὴν εἰς τὴν ἀπάντησιν ἡ γραῖα, ὅλοι τώρα πᾶνε, κι αὐτὸς ἔρχεται. Ὁ ἥλιος τώρα ἀκόμη θὰ βγῇ.
Τῷ ὄντι ὁ ἥλιος τὴν στιγμὴν ἐκείνην προέκυψεν ἀνερχόμενος ἐκ τοῦ ἀπέναντι βουνοῦ.
Ἡ Ματὴ δὲν ἀπήντησεν ἐκ δευτέρου. Μόνον ἐφαίνετο σύννους.
- Ξέρω ἐγώ, Ματή μου, ἐπανέλαβεν ἡ γραῖα, ξέρω ἐγὼ γιατὶ γυρίζει τόσο γλήγορα.
- Ἀφοῦ τὸ ξέρεις, πῶς ἐρωτᾷς; εἶπεν ἡ Ματή.
- Δὲ θὰ πῆγε πολὺ μακριά, καθὼς πᾶν ἄλλοι, θὰ ἔκαμε πάνου ἀπὸ τὰ Πηγάδια κ᾿ ἔστρεψε δεξιὰ ἀπὸ κεῖ ποὺ πᾶν οἱ λιμεναρχαῖοι κ᾿ οἱ τελώνηδες καὶ ὁ νεροδίκης περίπατο καὶ γιὰ αὐτὸ γυρίζει γλήγορα πίσω.
- Θὰ ἔχῃ κανέναν κῆπο ἐδῶ σιμά, φαίνεται, κ᾿ ἐπῆγε νὰ κόψῃ λουλούδια καὶ ἐγύρισε, παρετήρησεν ἡ Ματή.
- Δὲν ἔχει κανένα κῆπο ἐδῶ σιμά, ἀντέκρουσεν ἡ γραῖα, καὶ δὲν πῆγε νὰ κόψῃ λουλούδια, Ματή μου, καὶ νὰ γυρίση, μόνο ἤθελε νὰ μᾶς εὕρῃ στὸ δρόμο ἐμᾶς, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐγύρισε γλήγορα.
- Ἐμᾶς; Στὸ δρόμο; ἐπανέλαβεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει ἡ Ματή.
- Αὐτὸ π᾿ σ᾿ λέω ῾γώ, ἐπέμεινεν ἡ γραῖα.
- Καλέ, μὴ μὲ σκοτίζῃς, Φωτεινή, ἔκραξεν ἡ νέα. Καὶ τί μὲ μέλει ἐμέ;
Ἡ γραῖα δὲν ἐτόλμησε πλέον νὰ γρύξῃ.
* * *
Ὑπερέβησαν ἤδη τὴν στενὴν πάροδον καὶ ἐξῆλθον εἰς τοὺς χλοεροὺς διανθεῖς κάμπους. Μεθυστικὸν ἄρωμα ἀνήρχετο ἀπὸ τῶν ἀπειραρίθμων ἀνθών, οἱ φράκται τῶν ἀμπέλων ἔθαλλον μὲ ἀγραμπελιᾶ, καὶ μ᾿ αἰγοκλήματα καὶ μὲ ἀκανθώδεις θάμνους, τινὲς τῶν ἀγρῶν ἐφαίνοντο αἱμάσσοντες εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ χιλίας μυριάδας παπαρούνας. Ἐναμίλλως ἤνθουν τὸ χαμαίμηλον καὶ ἡ καυκαλήθρα καὶ ἡ μολοχάνθη, τὰ ἀστεράκια καὶ τὰ κιτρινούλια ἐπρόβαλλον δειλῶς τὰς ἀσθενεῖς κεφαλάς των ἐν μέσῳ τῆς ὑπερκόμπου ἀφθονίας τῶν κατερύθρων μηκώνων σημειούντων τὴν ὑπεραιμίαν τοῦ ἔαρος. Ἀνώνυμα τίνα ἀνθύλλια, χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια ἀκανθωτὰ καὶ βεργιὰ καὶ ἄλλα ἀνεμειγνύοντο ἐν μέσῳ τοῦ ἀπείρου πλούτου τῆς Χλωρίδος. Ἦτο ἡ Πρωτομαγιὰ ἡ θεσπεσία, ἦτο ἡ ἄνοιξις ἐν πληθώρᾳ ζωῆς, ἑτοίμη νὰ παραδώση τὸ σκῆπτρον εἰς τὸ δρεπανοφόρον θέρος.
Τῆδε κακεῖσε, πτωχὰ γραΐδια κύπτοντα εἰς τὴν γῆν ἑμάζευαν χαμολούλουδα, ἰαματικὸν ποτὸν διὰ τὸν χειμῶνα. Ἐπὶ τίνος βράχου εἰς τὴν ποδιὰν τοῦ λόφου τῆς Δραγασιᾶς, ἐγειρομένου εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πεδιάδος, εἶχον ἀναβῇ μὲ ὅλας τὰς φωνὰς τῆς γραίας καὶ τὰς ἀπειλὰς τῆς Ματῆς, ὁ Μανώλης καὶ ὁ Σταθάκης καὶ ὁ Θύμιος, καὶ κατόπιν αὐτῶν προσεπάθει νὰ φθάση καὶ ὁ μικρὸς Κωστάκης. Εἶχον ἰδεῖ ἐκεῖ ἐπάνω τὸν Μάην, τὸ φερώνυμον ἄνθος, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὸ δρέψωσιν. Ὁ Σταθάκης εἶχε κόψει λυσοχόρταρον, μικρὸν σταχυοειδὲς χόρτον, καὶ μὲ αὐτὸ ἤρχισε νὰ κεντᾷ τὴν ῥῖνα του, ἐπάδων:
Λῦσε, λῦσε, μύτη μου,
μὲ τὸ λυσοχόρταρο!
Αἱ δυὸ γυναῖκες ἠναγκάσθησαν νὰ σταματήσωσι, περιμένουσαι νὰ κατέλθωσι τὰ παιδία. Ἡ Ματή, ἥτις δὲν ἔπαυσε νὰ ῥεμβάζῃ, κατέστη αὐστηροτέρα καὶ τέλος, μετὰ πολλὰς ἀπειλάς, τὰ ἠνάγκασε νὰ καταβῶσιν ἀπὸ τοῦ βράχου. Ἄλλως, ἑκατοντάδας μόνον βημάτων ἀπεῖχον τώρα ἀπὸ τῆς Δραγασιᾶς, τοῦ γηλόφου ὅπου διηυθύνοντο. Ἐπὶ τῆς μίας τῶν δυὸ κορυφῶν τῆς Δραγασιᾶς, τῆς χθαμαλωτέρας, ἐφαίνετο μικρὰ τὶς ἰδιόῤῥυθμος καλύβη, καὶ κόκκινον σῆμα κυματίζον ἐπ᾿ αὐτῆς. Ἦτο τὸ μπαϊράκι τοῦ ἀγροφύλακος.
Τὰ παιδία ἔτρεξαν πηδῶντα χαριέντως, ὡς οἰκόσιτα ἐρίφια, καὶ τέλος ἡ συνοδία ἔφθασεν εἰς τὴν Δραγασιάν. Ἐκεῖ πλησίον τῆς καλύβης τοῦ ἀγροφύλακος, ἦτο τὸ κτῆμα τῆς οἰκογενείας τῆς Ματῆς, ἐκ πολλῶν δεκάδων στρεμμάτων, ἄμπελος καὶ ἐλαιὼν μετὰ κήπου. Ἦτο τοιχογυρισμένον ὅλον, εἶχε καὶ καλύβι, οἰκίσκον ἐξοχικόν, καλῶς διατηρούμενον, ὅστις συνήθως ἐχρησίμευεν εἰς ἀπόθεσιν ἐλαιῶν, σύκων, ἀπίων, καὶ τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων ἐν καιρῷ τῆς καλλιεργείας. Εἶχε καὶ ξυλίνην ληνὸν διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ οἴνου.
Ἡ μήτηρ τῆς Ματῆς εἶχε μείνει κατ᾿ οἶκον, πάσχουσα διαρκῶς χωρὶς νὰ εἶναι ἀσθενής. Ἡ κυρα-Λιμπέραινα ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν, αἴτινες δὲν ἀγαπῶσι τὴν ἐξοχήν, δυσκίνητοι οὔσαι εἰς πεζοπορίαν, δύσκολοι εἰς ἀνάβασιν ὑποζυγίου. Ἄλλως, τὴν εἶχε καλομάθει ἡ γριά-Φωτεινή, ἥτις ἀπὸ πεντηκονταετίας δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπηρετῇ τὴν οἰκογένειαν, ἐπιστατοῦσα εἰς πᾶσαν ἀγροτικὴν ἐργασίαν. Ἡ κυρὰ τῆς τὴν εἶχε λάβει ὡς προῖκα, σχεδὸν ὡς οἰκογενὴ δούλην, ἀπὸ τὴν μακαρίτισσα τὴν μητέρα της. Ἡ γριά-Φωτεινή, ἀφότου ἐπνίγη τὸ πάλαι ὁ ἀῤῥαβωνιαστικὸς τῆς (ὁ λιγοζώητος!), νέος ἁλιεύς, μὲ τὴν βάρκαν (κατ᾿ ἄλλους τὸν ἔφαγε τὸ σκυλόψαρο), οὐδέποτε ὑπανδρεύθη. Ἔφερεν ἀκόμη καὶ μετὰ τεσσαράκοντα ἔτη τὸ πένθος του. Τὴν νύκτα δὲν ἔπαυε νὰ τὸν βλέπῃ εἰς τὰ ὄνειρά της. Ὁ καπετὰν Λιμπέριος, ὡς ὅλοι οἱ ὁμότεχνοί του, ἤθελε «βασιλικὰ ἔξοδα» διὰ ν᾿ ἀποφασίση νὰ μετακομισθῆ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἅμα ἔπαυε νὰ βλέπῃ θάλασσαν, δὲν ἀνέπνεε πλέον. Ἀφότου ἐπώλησε τὴν τελευταίαν μεγάλης χωρητικότητος σκοῦναν του (εἶχεν εὕρει καλὸν ἀγοραστήν), καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν Τράπεζαν χιλιάδας τινὰς ταλλήρων, ὄσας εἶχεν ἀποκτήσει θαλασσοπορῶν, ἐπέρνα τὸν καιρὸν τοῦ διημερεύων εἰς τὰ παραθαλάσσια καφενεῖα, παίζων τὴν ῥωσικὴν πρέφαν, ἐπικρίνων αἰωνίως τὸν δήμαρχον, τοὺς τρεῖς παρέδρους καὶ τοὺς δώδεκα συμβούλους, σκώπτων ἐκείνους τῶν συναδέλφων του, ὅσοι ἐφαίνοντο τρέφοντες τὴν φιλοδοξίαν νὰ «σιάξουν τὸ χωριό», ἀρνητικῶς πολιτευόμενος καὶ οὐδέποτε ἐκθέτων κάλπην.
* * *
Ἡ Φωτεινὴ ἐνέβαλε τὸ κλειδίον εἰς τὸ κρεμαστὸν κλεῖθρον καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν τοῦ περιβόλου. Τὰ παιδία εἰσώρμησαν σκιρτῶντα εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἦτο καλὸν κτῆμα, περιποιημένον πολύ. Ὁ καπετὰν Λιμπέριος, ἂν καὶ οὐδέποτε αὐτὸς ἐπάτει, δὲν ἐφείδετο χρημάτων πρὸς καλλιέργειαν. Ἡ δὲ Φωτεινὴ δὲν ἔλειπε ποτὲ ἐκεῖθεν. Ἐκαυχάτο ὅτι ἐκεῖ, εἰς τὴν Δραγασιᾶν, «τὴν εἶχαν ἀφαλοκόψει».
Ὁ Σταθάκης, ὁ Μανώλης καὶ τὰ ἄλλα παιδία, ἔτρεξαν ἀμέσως εἰς τὸ μέρος τοῦ κτήματος, τὸ διευθετημένον εἰς κῆπον, καὶ ἤρχισαν νὰ δρέπωσι ῥόδα καὶ κρίνους. Εἶχαν κόψει ἀγραμπελιὰ καθ᾿ ὁδόν, καὶ ἤρχισαν νὰ πλέκωσι στεφάνους καὶ νὰ τοὺς φορῶσιν εἰς τὴν κεφαλήν, μετὰ τόσου ἐνθουσιασμοῦ, μεθ᾿ ὅσου μικρὸν πρότερον ἀνεζήτουν τὸν Μάην καὶ τὸ λυσοχόρταρον· μικροὶ ἀκούσιοι εἰδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αἰώνων ἀσυνείδητον τὴν λατρείαν τῆς φύσεως.
Ἡ Ματὴ ἔκοψε λευκὸν ῥόδον κ᾿ ἐκόσμησε τὸ παρθενικὸν στῆθος της. Ἡ ἀηδών, ἡ λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο ἄνθος ἐπὶ τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θὰ ἠρωτεύετο μὲ διπλοῦν ἔρωτα τὸ χαριτωμένον ἐκεῖνο ῥόδον.
Ὁ Σταθάκης κύψας μεταξὺ δυὸ κιναρῶν, ἐζήτει νὰ εὕρη ἀγκινάραν, τὴν ὁποία ἀφοῦ καθαρίσῃ καλῶς καὶ τὴν πλύνῃ εἰς τὸ ῥεῦμα τοῦ νεροῦ, τὸ προχεόμενον ἀπὸ τίνος λάκκου, ἐμελέτα νὰ φάγῃ κρυφὰ ἀπὸ τὴν Φωτεινήν, ἥτις θὰ τὸν ἐμάλωνε, φοβούμενη μὴ ἦτο πολὺ πικρά, καὶ φαρμακωθῇ τὸ παιδίον. Ἡ μικρὰ πηγὴ ἀπεῖχεν ὀλίγα βήματα, καὶ ἦτο εἰς σπηλαιώδη τινὰ μικρᾶν χαράδραν, ἐν μέσῳ τοῦ κτήματος, τοῦ ἀποτελοῦντος αὐτὸ τὸ ζύγωμα τῶν δυὸ κορυφῶν τοῦ λόφου, ὅπου ἐτέμνοντο κλιτύες κατερχόμεναι ἡ μία ἀμπελόφυτος, ἡ ἄλλη ἐλαιοβριθῆς· ὑπεράνω τῆς πηγῆς, πελωρία κληματαριὰ ἤπλωνε τοὺς κλάδους καὶ τοὺς βλαστούς της, οἱ βότρυες ἐτρέφοντο ἤδη δαψιλεῖς, καὶ πρὸ ἡμερῶν ἡ γριά-Φωτεινή, ἀναῤῥιχηθεῖσα μὲ τὰ γηρατειὰ τῆς εἰς τὸν κορμὸν τῆς μεγάλης πλατάνου τῆς ἀνεχούσης τὴν κληματαριάν, εἶχε κρεμάσει εὐμέγεθες σκόροδον εἰς τὸ κλῆμα, «γιὰ νὰ μὴν τὸ ἰδῆ ξένο μάτι καὶ τ᾿ ἀβασκάνη».
Ἐκεῖ εἶχον προπορευθῆ τὰ ἄλλα παιδία, ὁ δὲ Σταθάκης κύψας παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ τοίχου τοῦ περιβόλου, ἀντὶ νὰ κόψῃ ἀγκινάραν, εὗρε λευκὸν χαρτίον κείμενον, τὸ ἀνέλαβε, κ᾿ ἔτρεξε πρὸς τὴν ἀδελφήν του κράζων:
- Ματούλα! Ματούλα! ἰδὲ τί ηὗρα ἐκεῖ πέρα, στὶς ἀγκιναριές.
Εὐτυχῶς ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἦτο ἐκεῖ πλησίον. Εἶχεν ἐμβῆ μέσα εἰς τὸ «καλύβι», τὸν λευκὸν ἀσβεστωμένον οἰκίσκον, διὰ νὰ ξαποστάση ὀλίγον ἐκεῖ, νὰ ἀποθέση προσωρινῶς τὸ καλάθι της.
Ἤθελε ν᾿ ἀφήση ἐκεῖ καὶ τὴν φουστάνα της τὴν καλή, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐκδυθῆ ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸ κτῆμα, μείνασα μὲ τὸ κολόβιόν της μόνον, διὰ νὰ εἶναι πλέον εὐκίνητος. Ἤθελε ν᾿ ἀλλάξη καὶ τὴν προβατίνα τῆς τὴν προσφιλῆ, τὴν ὁποίαν παρὰ τὸ σύνηθες εἶχεν ἀφήσει ἀφ᾿ ἑσπέρας δεμένην εἰς τὸ κτῆμα, μετὰ τῶν δυὸ λευκομάλλων ἀμνῶν της, διὰ νὰ «τὴν εὐρὴ ὁ Μάης».
Ἡ Ματὴ ἠρυθρίασε. Τὸ εὑρεθὲν κατὰ γῆς χαρτίον ἦτο διπλωμένον, ἐνσφράγιστον. Ἦτο ἐπιστόλιον.
- Σιώπα, μὴν τὸ πῇς τῆς Φωτεινῆς! εἶπε μὲ τὸ νεῦμα μᾶλλον ἢ μὲ τὴν φωνὴν ἡ Ματούλα.
- Δὲν τὸ λέω, ἀπήντησεν ὁ ἑξαετὴς Σταθάκης, ὡς νὰ ἐνόησε τὴν ἀγωνίαν της.
Ἡ κόρη ἔλαβε τὸ δελτάριον, καὶ ἀποχωρήσασα ὀλίγα βήματα τὸ ἤνοιξε.
Τὸ ἐπιστόλιον, ἐπὶ κομψοῦ κοκκινωποῦ χάρτου γεγραμμένον, ἔλεγε τὰ ἑξῆς:
«Ὢ Ματούλα, Ματούλα μου, ποὺ μοῦ μάτωσες τὴν καρδούλα μου, μοῦ εἶπεν ἡ μάγισσα ὅτι τρέχεις κίνδυνον, καὶ ἀπεφάσισα νὰ σὲ φυλάγω ἀπὸ πλησίον, ὅπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα διὰ σὲ ἀπὸ μακράν.»
- Κίνδυνον! ἐψιθύρισε τεταραγμένη ἡ νεᾶνις· τί λέει;
Εἶτα, ἀφοῦ περιέφερεν ἐναγώνιον περὶ αὐτὴν βλέμμα, ἐξηκολούθησε τὴν ἀνάγνωσιν.
«Ἂν τὸ εὕρης, Ματούλα μου, τὸ γράμμα, καλά, μὴ θυμώνῃς πολύ, ἀρκεῖ ὅτι δὲν ἐλπίζω ποτέ, ἀλλοίμονον! νὰ σὲ ἀπολαύσω.»
Ἡ Ματὴ ἐμειδίασεν ἀόριστον μειδίαμα. Ἦτο συνάμα οἶκτος, πόνος, ἀκούσιος συμπάθεια καὶ μικρὰ εἰρωνεία.
«Ἐὰν τὸ εὕρῃ ἡ Φωτεινή, Ματούλα μου, εἰπέ της, ἂν δὲν θέλῃς νὰ ψευσθῆς λέγουσα ὅτι δὲν εἶναι ἰδικόν μου, εἰπέ της τὴν ἀλήθειαν, ὅτι σὺ δὲν μὲ ἀγαπᾷς, καὶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι παράτολμος, αὐθάδης καὶ ἄθλιος.»
Ἕως ἐδῶ ἐτελείωνεν ἡ πεζογραφία τοῦ ἐπιστολίου τούτου. Εἶτα ἤρχιζαν στίχοι. Ἴσως νὰ ἦσαν σύῤῥαμμα τοῦ ἰδίου ἐπιστολογράφου, πιθανὸν νὰ ἦσαν συγκολλημένοι καὶ παραποιημένοι ἀλλαχόθεν.
Οἱ στίχοι ἔλεγαν:
Εἰκόν᾿ ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά μου σ᾿ εἶχα,
κ᾿ εἶχα γιὰ μόνο φυλαχτό...
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐφάνη ἡ γριά-Φωτεινὴ ἐξερχομένη τοῦ οἰκίσκου καὶ βαίνουσα πρὸς τὰ ἐδῶ.
Ἡ Ματὴ ἔσπευσε νὰ κρύψη τὸ γράμμα εἰς τὸν κόλπον της.
* * *
Ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἦλθε φέρουσα ἐκ τοῦ καλαθίου τὸ κλειδοπίνακόν της καὶ τὸν ἄρτον τυλιγμένον εἰς πετσέταν ῥαβδωτήν, ὑφασμένην μὲ λευκὸν καὶ μὲ γεράνιον νῆμα, κ᾿ ἐκάλεσε τὴν Μάτην καὶ τὰ παιδία πλησίον τῆς πηγῆς διὰ νὰ ἀριστήσωσιν. Ὁ ἥλιος ἦτο ἤδη «δυὸ κοντάρια ὑψηλά».
Ἐκάθισαν ὑπὸ τὴν διπλὴν σκιὰν τῆς κληματαριᾶς καὶ τῆς πλατάνου, παρὰ τὴν δροσερᾶν πηγήν, καὶ ἤρχισαν νὰ προγευματίζωσι μὲ τυρόν, αὐγὰ καὶ τηγανιστοὺς ἰχθύς. Ἐν τοσούτῳ ἡ γριά-Φωτεινὴ εἶχε μυστηριῶδες τὸ ἦθος, κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἐμάσα, μὲ τὰ ἀπόλεμα οὖλα της καὶ μὲ τοὺς δυὸ τομεῖς ποὺ τῆς εἶχαν μείνει ἀκόμη, λέγει ταπεινῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν Μάτην.
- Τὸν εἶδα πάλι ἐκεῖνον τὸν Ἔρωτα.
- Ποιὸν Ἔρωτα; ἠρώτησεν ἀγωνιώσα ἡ Ματή, ἐνῷ τὸ αἷμα συνέῤῥεεν εἰς τὰς παρειάς της.
- Ἐκεῖνον ποὺ ηὕραμε στὸ δρόμο.
- Ποῦ;
- Μέσα στὸ καλύβι, ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι. Ἐκαθόταν ἀπὸ πίσω ἀπὸ μία ἐλιά, στὸ χτῆμα τοῦ γείτονα ἐδῶ τοῦ κὺρ Βασίλη, κ᾿ ἔκανε τάχα τὸν ἀδιάφορο.
- Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνῃ τὸν ἀδιάφορο; εἶπεν ἡ Ματή. Τί πάρσιμο, τί δόσιμο ἔχουμε μαζί;
- Καὶ γιατί νὰ μὴν πάῃ στὴ δουλειά του, μόνο ἔχει δυὸ φορὲς τώρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ποῦ βρίσκεται μπροστά μας; Γιατί, δέ μου λές, Ματή;
- Ἐλεύθερος εἶν᾿ ὁ κόσμος νὰ κάνῃ ὅπως θέλει, καὶ μὴ σὲ μέλῃ Φωτεινή, συνεπέρανεν ἡ κόρη μὲ τόνον ἐμφαίνοντα ὅτι ἀρκεῖται πλέον εἰς τὰ λεχθέντα.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ Μανώλης, ὅστις εἶχεν ἀπομακρυνθῆ λάθρα, ἀφοῦ ἔφαγεν ὀλίγους ψωμοὺς ἄρτου καὶ ἐν αὐγόν, ἐπέστρεψε πατῶν ἐπ᾿ ἄκρων τῶν ποδῶν, ὄπισθεν τῆς Φωτεινῆς καὶ τῆς Ματούλας, ἐπλησίασε κρατῶν στέφανον, ἔνευσεν εἰς τὸν Σταθάκην καὶ εἰς τὸν Θύμιον, οἵτινες τὸν ἔβλεπαν χάσκοντες καὶ ὑπομειδιῶντες, νὰ μὴ ὁμιλήσωσι προώρως, καὶ ἐλθὼν ἐπέθεσε, μετὰ παιδικῆς κραυγῆς θριάμβου, τὸν στέφανον, ἐξ ἀγραμπελιᾶς καὶ μὲ ῥόδα καὶ μὲ ἄγρια ἄνθη πεπλεγμένα, εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς γραίας Φωτεινῆς.
Ὅλοι ἐγέλασαν, καὶ ἡ γερόντισσα τοὺς ἐμιμήθη. Ἠγέρθη φοροῦσα τὸν στέφανον, ὅστις ἐταίριαζεν ὡς ὀξύμωρον σχῆμα ἐπὶ τῆς μαύρης μανδήλας της, καὶ ἐκόσμει τὰ ἄσπρα τσουλούφια της, τοὺς μακροὺς θυσάνους τῶν τριχῶν, τοὺς κρεμασμένους ἀπὸ τῶν μηνίγγων ἔμπροσθεν τῶν ὤτων, καὶ ἤρχισε νὰ καμαρώνει τάχα ὡσὰν νύφη.
- Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο στεφάνι ποὺ φόρεσα κ᾿ ἐγώ, εἶπε· δὲν ξέρω πλιὰ ἂν θὰ μοῦ φορέσουν ὅταν πεθάνω, σὰν μ᾿ ἐξαπλώσουν στὸ ξυλοκρέβατο.
- Καὶ τί, κορίτσι εἶσαι σὺ νὰ σοῦ φορέσουν στεφάνι; εἶπεν ὁ Σταθάκης, ὅστις εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὴν μητέρα του νὰ λέγῃ ὅτι «ὅσες πεθαίνουν κορίτσια, τὲς βάζουν στεφάνι».
- Ἂν καλο-ρωτᾷς, ἐγὼ εἶμαι πιὸ κορίτσι ἀπὸ μερικές-μερικές, ἀπήντησεν ἡ γραῖα.
Τὰ παιδία ἐκάγχασαν, μὴ δυνάμενα φυσικὰ νὰ ἐννοήσωσι τί ἔλεγεν ἡ Φωτεινή.
* * *
Ἡ γραῖα ἔτρεξε πάλιν εἰς τὸ καλύβι, ἔλαβε τὸ καλάθι της, εἶτα ἐξελθοῦσα ἔλυσεν ἐκ νέου τὴν προβατίναν, καὶ ἄγουσα αὐτὴν διὰ τοῦ σχοινίου, ὑπῆγε νὰ μαζώξη χαμολούλουδα, ὑψηλὰ εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ ἐλαιῶνος, κατὰ μῆκος τοῦ τοίχου τοῦ κλείοντος βορειανατολικῶς τὸν περίβολον. Τὰ παιδία ἔτρεξαν κατόπιν της, καὶ ἤρχισαν νὰ παίζωσι τὸ κρυφτάκι καὶ ἄλλα ἀκόμη παιγνίδια, ὄπισθεν γιγαντιαίας ἐλαίας, μὲ κορμὸν τριῶν ὀργυιῶν ἀγκάλιασμα, ὀγκώδη καὶ τραχύν, ὡς πολλῶν κορμῶν συμπίλημα. Οἱ παῖδες ἔτρεχον, ἐκρύπτοντο ἀμοιβαδὸν ὄπισθεν τοῦ κορμοῦ, ἐκάλυπτον τοὺς ὀφθαλμοὺς μὲ τὰς παλάμας, κ᾿ ἐφώναζαν ὁ εἷς μὲ τὸν ἄλλον:
- Σὲ εἶδα!
- Θὰ σὲ πιάσω.
- Σ᾿ ἔπιασα!
- Σὲ βλέπου, δὲ μὲ βλέπ᾿ς!
- Πιᾶστε τον!
- ῾Γὼ εἶμι Γιάννης, κι Καλογιάννης!...
- Παπποῦ, ποῦ πᾷς;
- Στοῦ μοναστηράκι μ᾿.
- Ἀνέβα, μῆλο, κατέβα, κίτρο!
- Ἔχασαχασα βελόνα!...
Καὶ πολλὰ ἄλλα παιδικὰ ἐπιφωνήματα. Καὶ παρακελευόμενοι ἀλλήλους εἰς φυγὴν καὶ εἰς δρόμον, ἔκραζον:
- Στὰ μπαμπακάκια νὰ πατήσης, νὰ μὴ σὲ νοιώσ᾿ οὐ γάττους!
Ἡ Ματή, ἤκουε μακρόθεν τὰς παιδικὰς κραυγάς, κ᾿ ἔκαμεν ἕνα δρόμον πρὸς τὸν κῆπον, κρατοῦσα καὶ τὸ πλέξιμόν της, εἰς τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὸ πρωὶ δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ προσθέση οὔτε θηλειᾶν, κ᾿ ἐκεῖθεν κρυβεῖσα ὄπισθεν τῶν θάμνων ἐστράφη ἐπιτηδείως, ἀόρατος ἀπὸ τοῦ ἐλαιῶνος, ὅπου εἶχεν ἀνέλθει ἡ Φωτεινή, καὶ μετὰ παλμοῦ καρδίας εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἰκίσκον.
Ὁ οἰκίσκος ἔκειτο κατὰ τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ κτήματος σχεδὸν σύῤῥιζα εἰς τὸν τοῖχον τοῦ περιβόλου, καὶ ἐσκιάζετο ἀπὸ δυὸ ὑψηλᾶς λεύκας καὶ ἀπὸ λόχμην τινὰ δροσοκρατοῦσαν ἔμπροσθεν τῆς εἰσόδου. Ἦτο εὐάρεστον ἄσυλον δι᾿ ἄνθρωπον ἀγαπῶντα τὴν μελέτην καὶ τὴν μοναξίαν, καὶ τερπνὴ φωλεὰ δι᾿ ἐρωτευμένην ψυχήν.
Ἡ Ματὴ εἰσῆλθεν, ἐκοίταξεν ἐναγωνίως διὰ τοῦ μικροῦ παραθύρου, τοῦ βλέποντος πρὸς τὴν ὑψηλοτέραν κορυφὴν τοῦ λόφου, ὅπου ἡ θέα ἠπλοῦτο ὡραία πρὸς βοῤῥᾶν. Ἐκεῖθεν ἐφαίνετο τὸ Ξάνεμον, μέγας ὅρμος ὅπου ἐβασίλευε τὸ κράτος τοῦ Βοῤῥᾶ, κλεφτότοπος αὐτόχρημα, μὲ τὰς δυὸ θαλασσοπλήγας ἀκτὰς του, τὴν Κεφάλαν, ὑψουμένην ὡς κεφαλὴν Τιτᾶνος εἰς τὰ σύννεφα, καὶ τὴν Πλατάναν, μακρὸν καὶ ἀτελείωτον ὀροπέδιον φαιοπρασινίζον εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, ὅπου ἡ ἐλαία διαγκωνίζει τὴν συκῆν καὶ ἡ συκῆ συμπλέκεται μὲ τὴν μηλέαν.
Ἡ Ματὴ ἐκοίταξε νὰ ἴδῃ μὴ τυχὸν ἦτο ἐκεῖ ὁ νέος, περὶ οὐ τῆς εἶχεν ὁμιλήσει πρὸ μικροῦ ἡ Φωτεινή. Τίποτε. Οὔτε ψυχὴν εἶδεν. Ἠπατήθη ἄρα ἡ γραῖα ἢ ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἄφαντος; Ἴσως εἶχε κρυβῇ κάπου. Τάχα ἔμελλε πάλιν νὰ φανῆ;
Ἡ κόρη ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον τῆς τὸ δελτάριον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εὕρει χαμαὶ ὁ μικρὸς ἀδελφός της, καὶ ἀνέγνωσε τὰ λοιπά του περιεχομένου. Οἱ στίχοι εἶχον ὡς ἑξῆς:
Εἰκόν᾿ ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά μου σ᾿ εἶχα,
κ᾿ εἶχα γιὰ μόνο φυλαχτὸ μία της κορφῆς σου τρίχα.
Ὀνείρατα στὸν ὕπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σὰν περιστέρι στὴ σπηλιὰ μ᾿ ἐτάραξαν γιὰ σένα.
Κίνδυνο, μαῦρο σύννεφο, οἱ μάγισσες μοῦ λένε·
τ᾿ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαδοῦν μοῦ φαίνονται νὰ κλαῖνε.
Νὰ σὲ χαρῆ κ᾿ ἡ ἄνοιξη μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ὁποῦ ῾ναι σὰν ἀμέτρητα ζωγραφιστὰ τραγούδια(!)
Σὺ στὸ σκολειὸ δὲν ἔμαθες νὰ γράφῃς ῥαβασάκια·
στὰ χείλη σου τὰ ῥόδινα ποῦ τά ῾βρες τὰ φαρμάκια;
Στὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ πὄχ᾿ ἔρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.
Τὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ γύρνα σ᾿ ἐμέ, πουλί μου,
ἀγάπη μου περήφανη, ἀγάπη διαλεχτή μου.
Κι αὐτὸ τὸ μορφοδούλικο, τὸ τιμημένο χέρι,
ἂν ἕσφιξε ἢ τό ῾σφιξαν ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.
Τὴ χάρη σου τὴ σπλαχνικὴ μὴ μ᾿ ἀρνηστῆς, ἀρνί μου,
ἀγάπη μου αἰώνια, ἀγάπη μου στερνή μου.
Ἡ Ματὴ ἀνέγνωσε δὶς καὶ τρὶς τὸ ἐπιστόλιον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔφερεν ὑπογραφὴν «Κωστῆς» καὶ ἔμεινε σύννους, ἐβυθίσθη εἰς λογισμοὺς καὶ εἰς ὑποψίας καὶ τίνες τῶν ἀνωτέρω παρατεθέντων στίχων ἀρχαρίου, μ᾿ ὅλην τὴν ἀπειρίαν της εἰς τὰ πράγματα τοῦ βίου, τῆς ἐφαίνοντο ἀμυδρῶς προσβλητικοί.
Ἀκουσίως μάλιστα ἔθεσεν ἑαυτὴν εἰς θέσιν τρίτου, ἀδιαφόρου, ἢ μᾶλλον ἄλλως ἐνδιαφερομένου διὰ τὴν τιμήν της, καὶ εἶπε μέσα της: Σὰν εὕρισκε τρίτος αὐτὸ τὸ γράμμα, καὶ τὸ ἀνεγίνωσκε πῶς ἤθελε τὸ ἐξηγήσει; Δὲν ἤθελε ὑποπτεύσει, ὅτι ἡ νέα, πρὸς ἣν ἔγραφε, ἦτο συνεννοημένη μὲ τὸν ἐραστήν; Διότι τῆς ἐφαίνετο ὅτι ἐπιστέλλων ἤθελε νὰ καταστήση αὐτὴν συνένοχον, ἂν τυχὸν συνέβαινε νὰ παραπέση τὸ γράμμα, καὶ τότε ἄρα ὁ γράψας ἦτο εἰλικρινὴς ἐραστὴς ἢ ἦτο μᾶλλον προικοθήρας;
Ἡ νέα εἶχε βυθισθῆ εἰς τοὺς διαλογισμοὺς τούτους καὶ ἔμεινε ῥεμβάζουσα, μελαγχολοῦσα μᾶλλον, ἐνθυμηθεῖσα κατ᾿ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τί τῆς ἔλεγε πρὸ μηνὸς σχεδὸν ἡ ἄγρυπνος Φωτεινή, ὅταν πρώτην φορὰν παρετήρησε καὶ ἤρχισε νὰ σχολιάζῃ τοὺς γύρους, τοὺς ὁποίους ἔκαμνεν ὁ νέος ἐκεῖνος περὶ τὴν οἰκίαν τοῦ καπετὰν Λιμπέριου.
- Νὰ δὰ κ᾿ ἕνας Ἔρωτας. Ἅ! ὡς τόσο σεβτᾶ ποὺ σ᾿ τὸν ἔχει!
Καὶ προσέθετε πειράζουσα τὴν κόρην, τὴν ὁποίαν εἶχε συλλάβει δὶς κοιτάζουσαν τὸν νέον ἐκεῖνον διὰ τοῦ ἠμικλείστου παραθύρου.
- Καὶ τί πρᾶγμα εἶν᾿ αὐτὸς ὁ ἔρωτας, αὐτὸς ὁ σεβτᾶς; Μὲ τί τρώεται;
Τᾶς λέξεις ταύτας τῆς γραίας ἀνεμιμνήσκετο τώρα ἡ Ματή, ὅταν αἴφνης κατετρόμαξεν, ἀκούσασα ἐλαφρὸν κρότον.
Ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμούς. Διὰ τοῦ παραθύρου ἐφάνη μορφὴ τίς, ἥτις πηδήσασα ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, καθόσον τὸ παράθυρον μόλις ἀπεῖχεν ἀνάστημα ἀνδρὸς ἀπὸ τῆς γῆς, εἰσώρμησεν εἰς τὸν οἰκίσκον ὅπου εὑρίσκετο ἡ κόρη.
Ἡ Ματὴ ἀνεσκίρτησε, νομίσασα ὅτι ἦτο ὁ Κωστῆς. Ἀλλ᾿ αἴφνης ἀφῆκε κραυγὴν τρόμου. Δὲν ἦτο ὁ Κωστῆς.
Ὁ ἐπιδρομεὺς ἦτο νέος τριακοντούτης, ἀκτένιστος, ἄγριος, ὄχι πολὺ ἄσχημος τὴν ὄψιν, εὐρύστερνος, ἀθλητικοῦ ἀναστήματος, μὲ ἀπλανεῖς καὶ ἐσβεσμένους τοὺς ὀφθαλμούς, μὲ κοκκινισμένα τὰ βλέφαρα, φορῶν χονδρὰ ἐνδύματα ὄχι ἐντελῶς ῥάκη ἀκόμη. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν νέαν, ἥτις ὀπισθοχωροῦσα ἐκόλλησε τὰ νῶτα κατὰ τοῦ τοίχου, καὶ ἐζήτει νὰ τὴν φιμώση διὰ τῆς παλάμης του. Ἐφαίνετο ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πνίξη.
Ἡ κόρη προλαβοῦσα ἔῤῥηξε καὶ δευτέραν κραυγήν.
* * *
Περὶ ὥραν ἑνδεκάτην της προλαβούσης νυκτὸς νέος τὶς ἔκρουσε χαμηλὸν παράθυρον πενιχροῦ οἰκίσκου τῆς πολίχνης οὐ μακράν της οἰκίας τῆς Ματῆς.
Ὅλη ἡ συνοικία ἐκοιμάτο τὴν ὥραν ἐκείνην. Ὁ κροῦσας τὸ παράθυρον δὲν ἐφαίνετο νυκτοβάτης ἐξ ἐπαγγέλματος, οὔτε καὶ ὀρνιθοκλόπος. Ἴσως ἦτο εἰς τῶν φορτικῶν ἐκείνων ἐργολάβων τῶν ἐπαρχιακῶν πόλεων, τῶν κιθᾳρωδῶν καὶ κωμαστῶν τῆς νυκτός, ὅσοι ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἀνησυχοῦσι τὰς οἰκογενείας τὰς λαχούσας τὸν κλῆρον νὰ ἔχωσι κόρας πρὸς ὑπανδρείαν.
Ὁ νυκτερινὸς περιπατητὴς εἶχεν ἰδεῖ μικρὸν φῶς ὑποφέγγον διὰ τῶν σχισμῶν τοῦ παραθύρου. Δὲν ἦτο φῶς κανδήλας ἀναμμένης ἐνώπιον τῶν εἰκονισμάτων τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καπνώδους λυχναρίου μὲ λεπτὴν θρυαλλίδα ἀμυδρῶς καίοντος.
Τῷ ὄντι τὸ φῶς ἐφάνη κινούμενον· ἐλαφρὸν βῆμα ἠκούσθη καὶ ἡ θύρα ἤνοιξε μετὰ πενθίμου κρότου.
Ὁ ἐπισκέπτης ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη.
Ἐχαιρέτισε διὰ νεύματος τὴν ἀνοίξασαν τὴν θύραν γυναῖκα, καὶ πορευθεῖς ἀνέβη εἰς τὸν σοφᾶν, ὅστις ἀπετέλει τὸ μόνον ἔπιπλον τῆς πτωχικῆς οἰκίας.
Ἡ οἰκοδέσποινα, μόνη κατοικοῦσα εἰς τὴν οἰκίαν, ἦτο πεντηκοντούτις, χήρα, ἄτεκνος. Ἐφόρει ταπεινὰ φορέματα, ἦτο ὑψηλή, ὀστεώδης, μελαγχροινή, ἡ ὑπολευκάζουσα κόμη ἐπρόβαλλεν ἔξω τοῦ κεκρυφάλου της, καὶ τὸ βλέμμα της ἐξέφραζε ἔκρυθμόν τι καὶ ἐκστατικόν.
Ὁ ἐπισκέπτης ἐκάθισεν ἐπὶ χθαμαλοῦ σκίμποδος. Ἡ γυνὴ ἐκάθισε καὶ αὐτὴ ἀντικρύ του.
- Ὦ μάγισσα, μάγισσα, ἤρχισεν ἄνευ προοιμίων ὁ νεωστὶ ἐλθῶν, νέος, ὑψηλός, μελαγχροινός, μὲ λεπτὸν μαῦρον μύστακα, κομψῶς ἐνδεδυμένος, μὲ συμπαθεῖς μέλανας ὀφθαλμούς· ὢ μάγισσα, μάγισσα, ἦλθα νὰ μοῦ πῇς τὴν τύχη ποὺ μὲ περιμένει ἐμὲ κ᾿ ἐκείνην.
Ἡ γυνὴ τὸν ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας· ἐφαίνετο λίαν ἐξημμένος καὶ θερμοκέφαλος. Τὸ πρόσωπόν της ἐξέφραζεν ἔκπληξιν καὶ ἀφελῆ ὁμολογίαν, ὅτι δὲν τὸ ἤλπιζεν ἕως ἐκεῖ. Διενοεῖτο ὅτι σπανίως κατὰ τὸ μακρὸν στάδιόν της συνήντησε δεῖγμα τοῦ εἴδους τούτου.
- Ἔρριξα τρεῖς φορὲς τὰ χαρτιά, ἀπήντησε βραδέως ἡ μάγισσα. Εὕρισκα ὅλο μαῦρα σημεῖα.
- Μαῦρα;
- Ὅλο καὶ μαῦρα. Ὁ φάντης μπαστούνι τὴν ἀπειλεῖ.
- Ποῖος φάντης μπαστούνι;
- Ὁ φάντης μπαστοῦνι εἶν᾿ ὁ ἐχθρός της. Ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι <καί> ἡ ντάμα κοῦπα δὲν τῆς θέλει τὸ καλό της.
- Ποία εἶναι ἡ ντάμα κοῦπα;
- Ἡ ντάμα κοῦπα εἶναι ἀπὸ τὸ σόι της, διότι κι αὐτὴ ἡ ἴδια εἶναι ἡ ντάμα καῤῥῶ, ἔτσι τὴν ἔβαλα. Τὰ ἐμελέτησα πολλὲς φορές. Ὅλο ἡ ντάμα κοῦπα καὶ ὁ φάντης μπαστοῦνι βγαίνουν κόντρα της.
- Ἡ ντάμα κοῦπα λοιπὸν εἶναι...
- Εἶναι ἡ μητέρα της, χωρὶς ἄλλο, εἶπεν ἡ μάγισσα. Καὶ κακὰ εἶπα ὅτι δὲν τῆς θέλει τὸ καλό της, αὐτῆς. Ἔπρεπε νὰ εἴπω ὅτι δὲν σοῦ θέλει ἐσένα τὸ καλό σου. Γιατὶ ἡ μητέρα, βέβαια, δὲν μπορεῖ νὰ θέλῃ τὸ κακὸ τοῦ παιδιοῦ της.
Ὁ ἐραστὴς φώναξε:
- Καὶ ὅμως, πόσαι μητέρες!... ἤρχισε νὰ λέγῃ καὶ διεκόπη μόνος του.
Μετὰ μίαν στιγμὴν ἐπανέλαβε:
- Κι ὁ φάντης μπαστοῦνι ποιὸς νὰ εἶναι, κυρὰ Ἀσημένια;
- Ὁ φάντης μπαστοῦνι, ἐπανέλαβεν ἡ κυρὰ Ἀσημένια, εἶναι κίνδυνος, εἶναι μία μπόρα ποὺ παρουσιάζεται γιὰ πρώτη φορά. Εἶναι κάποιος ἐχθρὸς ξένος, ὁποῦ θὰ παρουσιασθῆ νὰ τὴν ἀπειλήση καὶ τώρα σιμά. Εὐτυχῶς εἰς τὸ πλάγι τοῦ φάντη μπαστοῦνι, εὑρίσκω τὸν φάντη σπαθί.
- Κι ὁ φάντης σπαθί;
- Ὁ φάντης σπαθί, ἐπανέλαβεν ἡ μάγισσα τονίζουσα ἐμφαντικῶς τὰς λέξεις, εἶναι φίλος της, ποὺ θὰ βρεθῆ ἐγκαίρως πλησίον γιὰ νὰ τὴν γλυτώση ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κίνδυνο.
Ὁ νέος ἐστέναξε στεναγμὸν ἀνακουφίσεως.
- Καὶ ὁ φάντης σπαθί;... ἐψιθύρισε μετὰ δεισιδαίμονος ἐλπίδος.
- Ὁ φάντης σπαθί, ἀπήντησεν ἑτοίμως ἡ κυρὰ Ἀσημένια, δὲν ξέρω ποιὸς θὰ εἶναι, ἐκτὸς πλέον ἂν εἶσαι σύ...
Ἡ μάγισσα εἶπε τοῦτο μὲ ἀπόχρωσιν εἰρωνείας ἐπαισθητήν, ἀλλ᾿ ὁ νέος οὔτε τὸ παρετήρησεν. Ἦτο ἕτοιμος νὰ ἐκπέμψη κραυγὴν θριάμβου.
- Αὐτά μου εἶπαν τὰ χαρτιά, ἀνεκεφαλαίωσεν ἡ μάγισσα, ἀντίστασις ἀπὸ τὴν μητέρα, κίνδυνος ἀπὸ ἓν μέρος ἀπ᾿ ἔξω, ἐπέμβασις φιλική, καὶ ὡς ἐδῶ μόνον. Αὐτὰ τὰ ἴδιά μου λέει καὶ τὸ αὐγό, μά...
Ὁ νέος ἐνέβαλε τὴν χεῖρα εἰς τὸ θυλάκιόν του καὶ ἔθεσε τάλληρον τοῦ Ὄθωνος εἰς τὴν χεῖρα τῆς μαγίσσης. Ἠτοιμάζετο ν᾿ ἀπέλθη, ὅταν ἤκουσε τὴν τελευταίαν φράσιν τῆς Ἀσημένιας.
- Τὸ αὐγό; Α!... ἐξήτασες καὶ τὸ αὐγό;
- Τὸ αὐγό, ναί, ἐπανέλαβεν ἡ μάγισσα· θέλεις νὰ σοῦ τὸ δείξω;
Καὶ ἐγερθεῖσα ἐπλησίασεν εἰς τὴν ἑστίαν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ σανιδώματος τῆς ὁποίας εὑρίσκετο, μέσα εἰς ἓν φλυτζάνιον, αὐγὸν μὲ στρογγύλην ὀπὴν εἰς τὴν μίαν πλευράν.
Ὁ νέος Κωστῆς, διότι ἐκεῖνος ἦτο, ὁ ἐραστὴς τῆς Ματούλας, ἔστρεψε βλέμμα παιδίου εὐπειθοῦς πρὸς τὴν μάγισσαν· ἦτο εὔπιστος, ὡς ὅλοι οἱ ἐρῶντες, διότι φαίνεται ὅτι ἦτο, κατὰ τὰ δυὸ τρίτα τουλάχιστον, εἰλικρινῶς ἐρωτευμένος.
Ἦτο νέος σπουδαστής, ἀλλὰ ναυτικὸς μᾶλλον ἢ σπουδαστής. Ἦτο ῥωμαντικός, ὡς ὅλη ἡ γενεά του, ἡ ἀκμάσασα ἀπὸ τοῦ 62 μέχρι τοῦ 80. Εἶχεν ὑπάγει ἕως τὴν γ´ τοῦ Γυμνασίου, εἶτα διέκοψε τὰς σπουδάς του κ᾿ ἐμβαρκάρισε μὲ τὰ καράβια, κ᾿ ἐγύρισε κόσμον ὡς ναύτης ἐπὶ τέσσερα ἔτη. Ἀκολούθως, ὅταν ἐξέχασε πλέον τὰ γράμματα ποὺ εἶχε μάθει, ἐπανῆλθεν εἰς τὸ Γυμνάσιον, δυνάμει τοῦ παλαιοῦ ἐνδεικτικοῦ του, καὶ γενειοφόρος ἤδη ἔτυχεν ἀπολυτηρίου. Ἀπὸ δυὸ ἐτῶν δὲ ἦτο ἐγγεγραμμένος εἰς τὴν Νομικὴν σχολήν, ἀλλὰ μὴ νοστιμευόμενος πολὺ νὰ κυλίεται εἰς τὴν κόνιν τῶν θρανίων, διήρχετο τοὺς περισσοτέρους μῆνας τοῦ ἔτους εἰς τὴν δροσερᾶν νῆσον του.
Δὲν εἶχε τόσον καλὸν ὄνομα εἰς τὸν τόπον. Ὁ κόσμος τὸν ἐκακολόγει ὡς παραμελοῦντα τὰς σπουδάς του, ὡς ὀκνηρόν, ὡς ἀσωτεύοντα τὴν μικρᾶν πατρικήν του κληρονομίαν, ὡς κιθᾳρωδὸν τῆς νυκτός, ὡς οἰνοπότην. Ἀπὸ τίνων μηνῶν εἶχεν ἐρωτευθῆ τὴν Μάτην. Ὁ πατὴρ τῆς ἦτο πατρικὸς φίλος του, καὶ κατ᾿ ἀρχάς, ὅταν ἦτο νεώτερος, ἦτο δεκτὸς εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐμεγάλωσεν ἡ Ματή, δὲν ἐτόλμα πλέον νὰ πατήση ἐκεῖ τὸν πόδα. Ἦτο τόσον ἀδέξιος ὥστε, ὅταν ποτέ, κατὰ τίνα ἐπίσκεψιν ἐπὶ οἰκογενειακὴ ἑορτή, τοῦ ἔσφιγξε, μετ᾿ ἀθῳότητος βέβαια, ἡ Ματὴ τὴν χεῖρα, ἐκεῖνος τόσον τὰ ἔχασεν, ὥστε ἐν τῷ ἐνθουσιασμῷ τοῦ ἔσφιγξε καὶ αὐτὸς θερμότατα εἰς ἀπάντησιν τὴν χεῖρα τῆς Χρυσῆς, τῆς θείας τῆς Ματούλας, μεθ᾿ ἢς ἀμέσως κατόπιν ἀντήλλαξε χειραψίαν. Ἡ ὑπερτριακοντούτις καὶ μήτηρ τεσσάρων τέκνων γυνὴ τὸν ἐκοίταξε μετ᾿ ἀπορίας καὶ μομφῆς, καὶ αὐτὸς τώρα μετὰ πολλοὺς μῆνας ἐνθυμήθη νὰ ὑπαινιχθῆ εἰς τοὺς στίχους τοῦ τὸ σφίξιμον ἐκεῖνο τῆς κρινολεύκου καὶ κυανόφλεβος μικρᾶς χειρός.
Ὅσα ἄλλα ἀνεξήγητα εἶχεν εἰς τὸ ἐπιστόλιόν του πρέπει νὰ τ᾿ ἀποδώση τὶς εἰς τὸ ὑπερεξημμένον καὶ θερμοκέφαλόν του νεανίου, καὶ εἰς τὴν νευρικὴν ἀταξίαν τὴν ὀφειλομένην εἰς τὸν ἀνήσυχον καὶ ἀνώμαλον βίον του. Βεβαίως δὲν ἔπραττεν ἐξ ὑστεροβουλίας· ἦτο μόνον ὀλίγόν τι ἀπερίσκεπτος.
Ἐν τούτοις ἡ μάγισσα ἔλαβεν ἄνωθεν τῆς ἑστίας τὸ αὐγὸν καὶ τὸ ἔφερε πρὸς τὸν νέον.
Διὰ τῆς ὀπῆς τοῦ αὐγοῦ ἐφαίνετο ῥευστὸς ὁ κρόκος, καὶ μέρος τοῦ λευκοῦ, τὸ λοιπὸν φαίνεται ὅτι εἶχε χυθῆ. Ἐντὸς τοῦ κρόκου ἡ μάγισσα ἔδειξε σημεῖα τινὰ εἰς τὸν δεισιδαίμονα νεανίαν.
- Νὰ αὐτὸ τὸ μαυράδι τὸ πλατύ, εἶπε, νὰ κι ἄλλο μαυράδι ψιλότερο. Τὸ ἕνα εἶναι ὁ κίνδυνος ὁ ἀπ᾿ ἔξω, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Μάτην τώρα γλήγορα, τὸ ἄλλο εἶναι ἡ βοήθεια ποὺ θὰ τῆς ἔλθη. Κ᾿ ἐκεῖνο τὸ κοκκινάδι ποὺ βλέπεις ἐκεῖ εἶναι ἡ ἀντίσταση, ποὺ θὰ εὑρῆ ἀπ᾿ τὸ σόι της, ἀπ᾿ τὸ αἷμα της.
Ὁ νέος ἐστέναξε.
- Μὰ εἶναι καὶ κάτι ἄλλο, ἐπανέλαβε βραδέως ἡ μάγισσα.
- Τί ἄλλο; εἶπεν ὁ Κωστῆς.
- Τὸ ἕνα τὸ μαυράδι, τὸ πιὸ ψηλό, φαίνεται πὼς θὰ νικήση στὸ ὕστερο τὸ κοκκινάδι.
- Ἅ! ἔκαμεν ὁ νέος.
- Τὸ λοιπόν, ἐπανέλαβεν ἡ Ἀσημένια, ἥτις εἶχε τὸ πάλαι χωροφύλακα ἄνδρα, ὑπενωμοτάρχην, καὶ εἶχε μάθει νὰ ὁμιλῇ ξενικά, τὸ λοιπόν, ὁ φίλος, ὁ καλοθελητῆς της, ἀγκαλᾶ καὶ δὲν τὸν θέλει ἡ μάννα της, φαίνεται ὅτι θὰ τὰ καταφέρει σιγὰ-σιγά.
Τοῦ νέου τὸ πρόσωπο ἤστραψε καὶ λαβὼν δεύτερον τάλληρον τὸ ἔδωκε μετὰ προθυμίας εἰς τὴν μάντιδα ἥτις ἐγέλασε λίαν διακριτικῶς.
- Γιατὶ μὲ εἶπαν Ἀσημένια, εἶπε μέσα της, γιατὶ ἤξευραν πὼς ἤθελα μὲ τὸ δίκιο μου ἀσήμωμα. Τὸ ὄνομα τ᾿ ἀνθρώπου, προσέθηκεν, ἔχει νὰ κάμῃ μὲ τὸ ῥιζικό του.
- Ἔτσι λοιπόν, Ἀσημένια, Ἀσημένια, εἶπεν ὁ νέος· πῶς εἶπες, πῶς εἶπες;
- Εἶπα ὅτι ἔχεις ἐλπίδα νὰ τὰ καταφέρῃς, εἶπεν ἡ Ἀσημένια.
- Πές μου τὸ πάλι, Ἀσημένια, πές μου τὸ νὰ τ᾿ ἀκούσω. Πῶς τὸ εἶπες;
- Κατὰ πὼς λέει τ᾿ αὐγό, ἐπανέλαβεν ἡ μάγισσα, δὲ θὰ περάση πολὺς καιρὸς καὶ θὰ τὴν ἀπολάψης.
- Ἀλήθεια; Ἀλήθεια; Εὐχαριστῶ, Ἀσημένια μου! νὰ σοῦ φιλήσω τὸ χεράκι σου θέλω.
Καὶ δράξας τὴν χονδρὴν χεῖρα τῆς μαγίσσης τὴν ἐφίλησε μετὰ κρότου.
- Ἡσύχασε, ἡσύχασε, εἶπεν ἀκκιζομένη ἡ χήρα, σὰν περάση καὶ κανεὶς ἀπ᾿ ἔξω κι ἀκούση, θὰ πῇ πώς...
Κ᾿ ἐκάγχασε θορυβωδῶς.
Ὁ νέος ἦτο τόσο ἀφωσιωμένος εἰς τὴν σταθερὰν ἰδέαν του, ὥστε οὐδὲ παρετήρησε κὰν τὸ φέρσιμον τοῦτο τῆς μαγίσσης.
Ἠγέρθη καὶ τὴν ἐκαληνύχτισεν. Ἐξῆλθε μὲ δρομαῖον βῆμα. Ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ διαχύση εἰς τὸ ὕπαιθρον τὴν πολλὴν χαράν του καὶ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐλπίδα του.
Ἡ μάγισσα ἔκλεισε τὴν θύραν, ἔσβησε τὸ φῶς, καὶ ἔστρωσε τὴν κλίνην της διὰ νὰ κοιμηθῆ. Ὅλον δὲ τὸ βλέμμα της, γρηγορούσης ἀκόμη, ὅλον τὸ πρόσωπόν της, ἀποκοιμηθείσης, ἔφερεν οἰονεὶ ἀποτυπωμένην τὴν φράσιν ταύτην, ἥτις ἦτο ὁ συλλογισμὸς τῆς ἡμέρας της: «Δυὸ τάλληρα στὴν τσέπη καὶ ἕνα φιλὶ στὸ χέρι».
* * *
Ὁ παράδοξος ἄνθρωπος ἀφῆκε τὸ στόμα τῆς νεάνιδος ἐλεύθερον, καὶ ἤρχισε νὰ τὴν παρακαλῇ μὲ νεύματα, μὲ χειρονομίας, νὰ μὴ φωνάζῃ, νὰ λάβη ὑπομονὴν καὶ νὰ τὸν ἀκροασθῆ.
- Τί θέλεις; εἶπε λαβοῦσα ὀλίγον θάῤῥος ἡ Ματή.
Ὁ λυκάνθρωπος ἐκοίταξε δεξιά, ἀριστερά, ὡς νὰ ἐφοβεῖτο μὴ εἶναι ὠτακουστὴς κρυμμένος κάπου.
- Τί ἦρθες ἐδῶ; Φύγε! ἐπανέλαβεν ἔμφοβος πάλιν ἡ νεᾶνις.
Τὸ ἀλλόκοτον ὂν εἶχε πάντοτε τὸ στόμα ἀνοικτόν, καὶ οἱ πρόσθιοι ὀδόντες του ἐφαίνοντο ἀραιοί, ὑπόμαυροι, καὶ οἱ τέσσαρες κυνόδοντές του ἦσαν λίαν αἰχμηροί· ἀλλ᾿ ἐξηκολούθει νὰ σιωπᾷ. Ἐκίνησε δυό-τρεῖς φορὲς τὰ χείλη, ὡς νὰ ἤθελε ν᾿ ἀρθρώσῃ φωνήν, ἀλλ᾿ ἐδυσκολεύετο.
Τέλος, μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ ἀγῶνος, ἐξέπεμψε φθόγγους τινάς, οἵτινες δὲν ἦσαν σωσταὶ λέξεις, ἀλλὰ ῥάκη λέξεων.
- Ἔλα πᾶμ᾿ καλύβ᾿ θ᾿ κό μ᾿! εἶπε τραυλίζων καὶ ψευδίζων.
Ἡ νέα δὲν ἐνόησε τί τῆς ἔλεγε. Τὸν ἐκοίταξεν ἐνεὴ καὶ μετὰ δέους. Διὰ πρώτην φορὰν τὸν ἔβλεπε.
Τέλος ἐνθυμήθη ὅτι εἶχεν ἀκούσει πολλάκις τὴν Φωτεινὴν νὰ διηγῆται ὅτι, οὐ μακρὰν τοῦ κτήματός των, ὄπισθεν τοῦ λόφου τῆς Δραγασιᾶς, ὑπῆρχε παλαιόν τι κτίριον, καλύβη ποιμενική, ὅπου κατώκει νέος τις, ἀληθὴς λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινῶς Ἀγρίμης. Οὗτος δὲν κατέβαινε ποτὲ εἰς τὴν πόλιν, ἔζη μόνος μὲ τὰς αἶγας τοῦ κυρίου του, ὅστις τὸν εἶχε προσλάβει ὡς βοσκὸν φιλανθρωπίας χάριν. Ἄνθρωπος σπανίως τὸν ἔβλεπεν. Ἦτο μογιλάλος, σχεδὸν βωβός. Εἰς ἐκτάκτους μόνον περιστάσεις, καὶ μετὰ πολλοῦ κόπου κατώρθωνε ν᾿ ἀρθρώσῃ φωνήν. Ὁ αὐθέντης του τὸν εἶχεν μαθημένον μὲ τὰ νεύματα. Αἱ γυναῖκες τὸν ἐφοβοῦντο, διηγούμεναι ὅτι ἐπείραξέ ποτε τίνας αὐτῶν.
Αὐτὸς λοιπὸν θὰ ἦτο, ὑπώπτευσεν ἡ Ματή, ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος, ὅστις ἦτο ἐνώπιόν της. Τώρα εἰς τὴν ἀκμὴν τοῦ ἔαρος, φαίνεται ὅτι ἐβαρύνθη καὶ αὐτὸς τὴν μόνωσίν του, ἠσθάνθη ὅτι ἦτο ἄῤῥην, καὶ ἡ φύσις παρ᾿ αὐτῶ ἐξηγέρθη. Πτωχὸς ἄνθρωπος!
- Ἔλα πᾶμ᾿ φύγουμ᾿, ἐπανέλαβεν ὁ λυκάνθρωπος· ῾θῆς, μαζί, ῾θῆς;
Ἡ νέα ἐξηκολούθει νὰ τὸν κοιτάζῃ, πλέουσα μεταξὺ περιεργείας καὶ οἴκτου, <καὶ> ἐκ τῶν νευμάτων του μᾶλλον ἤρχισε νὰ ἐννοῇ ὅτι τὴν προσεκάλει νὰ τὸν ἀκολουθήση. Πτωχὸς λυκάνθρωπος!
- Πέα καλύβ᾿ ἔχου γιαούτ᾿, γάλα, στογγυάτα δώσου. Πᾶμ᾿ καλύβ᾿!
Ἡ νεᾶνις δὲν ἀπήντα. Σχεδὸν εἶχε παύσει νὰ φοβῆται. Τὸ βλέμμα του τὸ ἐσβεσμένον ἔλεον μᾶλλον ἐνέπνεε.
Τὸν ἐκοίταζεν ἀπλήστως, ὡς παράδοξον φαινόμενον, ὁποῖον ποτὲ δὲν ἐφαντάσθη.
Ὁ λυκάνθρωπος ἐνεκαρδιώθη ἐκ τῆς στάσεως ταύτης, ἤν, φαίνεται, ἐξέλαβεν ὡς εὐμένειαν ἐκ μέρους τῆς νεάνιδος.
- Ἔλα, πᾶμ᾿! ἐπανέλαβεν ὁ Ἀγρίμης. Καλύβ᾿ γύου, γύου, δέντα, κήπους, χουάφ᾿, βύσ᾿, στένα, τέχ᾿ νεό. Ἴσκιου δέντα πέσης νάνι-νάνι χουταάκια. Κ᾿ ἰγὼ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.
Ἡ νεᾶνις ἔκαμε κίνημα ἀποστροφῆς ἀκούσασα τοῦ λυκανθρώπου τὰς προτάσεις καὶ τὴν βουκολικὴν περιγραφήν.
Ὁ Ἀγρίμης ἔκαμεν ἓν βῆμᾳ πρὸς αὐτήν, ἔτεινε τὴν χεῖρα κ᾿ ἐζήτει νὰ θωπεύση τὰς ὠλένας της.
Ἡ Ματὴ τὸν ἀπώθησεν ἔντρομος, καὶ ῥῖγος ἀποστροφῆς διέτρεξε τὰς φλέβας της.
- Φεύγ᾿ ἀπὸ δῶ!
Κ᾿ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Ὁ Ἀγρίμης ἔτρεξε κατόπιν της.
- Φεύγα, καημένε, νὰ μὴν ἐρθῇ τώρα ὁ ἀντραγάτης καὶ σὲ σκοτώσῃ. Σὲ λυποῦμαι. Θὰ φωνάξω νὰ ῾ρθοῦν τὰ παιδιὰ νὰ σὲ πάρουν μὲ τς πέτρες.
Ὁ λυκάνθρωπος ἐξηκολούθησε νὰ τὴν κυνηγῇ.
- Τώρα, ἔρχουνται τὰ παιδιὰ κ᾿ ἡ Φωτεινὴ μαζί, εἶπεν ἀπειλοῦσα αὐτὸν μὲ τὴν χεῖρα ἡ νεᾶνις. Φεῦγα, γιατὶ θὰ σοῦ σπάσουν τὸ κεφάλι. Δὲν ἄκουσες ποὺ φώναξα πρωτύτερα; Νά, τώρα ἔρχουνται. Θὰ βάλω τὶς φωνές.
Ὁ Ἀγρίμης τρέξας τὴν ἔφθασε καὶ τὴν περιέβαλε μὲ τοὺς βραχίονάς του.
Ἡ νέα ἔκραξε μεγαλοφώνως βοήθειαν.
Καὶ μετ᾿ ἀπηλπισμένου ἀγῶνος ἐπάλαιε διὰ ν᾿ ἀπαλλαγῇ τῆς περιπτύξεως τοῦ ἀλλοκότου ἀνθρώπου. Ἀλλ᾿ ὁ λυκάνθρωπος ἦτο ῥωμαλέος καὶ ἤδη τὴν εἶχεν ἀνατρέψει ἐπὶ τῆς ψάθης παρὰ τὴν ἑστίαν.
Εἶχε περάσει τὴν ἀριστερὰν τραχείαν χεῖρα τοῦ ὑπὸ τὴν ἁβρὴν μασχάλην της καὶ τῆς ἔθλιβε τὸ παρθενικὸν στῆθος, καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς ἐκράτει σφιγκτᾶ τὸν λαιμόν της καὶ ἠπείλει νὰ τὴν πνίξῃ εἰς τὴν ἐλαχίστης κραυγήν. Ἡ κόρη, ὠχρά, ἠλλοιωμένη, μὲ τὴν κόμην ἄτακτον, προσεπάθει μὲ τὰς ἁπαλὰς χεῖράς της νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸ σῶμα της τὰς ὁπλὰς τοῦ Ἀγρίμη. Ἀλλ᾿ οἱ ὄνυχές του οἱ μαῦροι καὶ ἀπερίκοπτοι εἶχον ἀπογαμψωθῆ σχεδὸν καὶ ἐφαίνοντο οἰονεὶ στοιχειωμένοι. Ἤσθμαινεν ἡ κόρη ὑπὸ τὴν ὀδυνηρὰν πίεσιν καὶ ἐπνευστία ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τῆς προσδοκίας του καὶ τῆς ἀπλήστου ἐπιθυμίας.
Ἐπὶ μίαν στιγμὴν ἡ νεᾶνις εἶχε κατορθώσει ν᾿ ἀπαλλάξῃ τὸν τράχηλόν της, καὶ νὰ ἐκβάλῃ πεπνιγμένην κραυγήν. Ἀλλὰ παραχρῆμα ὁ λυκάνθρωπος συνέλαβεν ἐκ νέου τὸν λαιμόν της καὶ παρέλυσε πᾶσαν ἀντίστασιν τῶν χειρῶν της. Καὶ μὲ τοὺς πόδας τοῦ τοὺς χελωνοδέρμους καὶ σκληροὺς προσεπάθει νὰ περισφίγξη ὡς διὰ διπλῆς λαβίδος τοὺς τρυφεροὺς πόδας της.
Ἡ νεᾶνις ἐπνίγετο, ἤσθμαινεν, ἐστέναζε· τὸν εἶχε πτύσει δὶς εἰς τὸ πρόσωπον· ἐζήτησε νὰ τοῦ δαγκάση τὸν ὦμον, ἀλλὰ τοῦτο θὰ ἦτο μᾶλλον ἐρεθιστικόν της κτηνώδους ὁρμῆς τοῦ Ἀγρίμη· ἐκεῖνος ἐβρυχάτο, ἔγρυζεν, ἐγέλα ἄγριον γέλωτα. Ἔκαμεν ἀπότομον κίνημα κ᾿ ἐζήτησε διὰ τῆς ἀριστερᾶς νὰ τῆς σχίση τὴν ἐσθῆτα. Μικρὸν ἀκόμη καὶ ἡ βία τοῦ λυκανθρώπου θὰ ἐθριάμβευε κατὰ τῆς παρθενικῆς ἀντιστάσεως. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη δοῦπος ὡς σώματος πεσόντος ἀπὸ τοῦ θριγκοῦ τοῦ τοίχου.
Ἡ νεᾶνις ἔστρεψεν, ὅπως ἠδύνατο τὸ βλέμμα πρὸς τὸ μικρὸν παράθυρον. Ἤλπισεν ὅτι ἤρχετο βοήθεια. Ἠπόρει διατὶ δὲν ἦλθον ἡ Φωτεινὴ καὶ τὰ παιδία, ἀφοῦ τρὶς τοὺς ἔκραξε. Μετενόει διατὶ δὲν εἶχεν ἀκούσει τὴν συμβουλὴν τῆς γραίας, ἥτις τὴν τελευταίαν στιγμήν, πρὶν ἀπομακρυνθῆ, διὰ νὰ συλλέξη χαμαίμηλα, μὲ τρόπον τῆς εἶχεν ὑποδείξει ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ ὑπάγῃ μαζί της. Ἀλλ᾿ αὐτὴ περιφρονητικῶς εἶχε μειδιάσει εἰποῦσα ὅτι δὲν εἶναι φόβος, καὶ ὅτι, καὶ ἂν τυχὸν εἶχεν ἐμφανισθῆ ὁ Κωστὴς ἐκεῖνος, περὶ οὗ τῆς ὠμίλει ἡ Φωτεινή, αὐτὴ ἦτον ἱκανὴ νὰ φυλάξη τὸν ἑαυτόν της.
Πτωχὴ γραῖα, ἥτις δὲν ἐνόει ὅτι μᾶλλον ἐκέντα καὶ ἠρέθιζε τὴν φαντασίαν καὶ τὴν περιέργειαν τῆς κόρης, ὁμιλοῦσα αὐτὴ περὶ τοῦ νέου ἐκείνου! Καὶ τί κακὸν ἠδύνατο νὰ τῆς κάμῃ ὁ Κωστῆς, ἐὰν αὐτὴ δὲν ἤθελεν; Ἀλλὰ τώρα, ποῦ Κωστῆς, ποῦ Φωτεινή; Εἴθε νὰ ἤρχετο τουλάχιστον ὁ Κωστῆς, ἀφοῦ ἡ Φωτεινὴ μετὰ τῶν παιδίων δὲν ἐμφανίζετο.
Ἐν τούτοις, ἡ μὴ ἐμφάνισις τῆς Φωτεινῆς ἐξηγεῖτο ἴσως ἐκ τῆς ἀποστάσεως. Αἱ κραυγαὶ τῆς Ματῆς πιθανὸν νὰ μὴν ἠκούσθησαν. Ἡ γραῖα εἶχεν ἀναβῇ εἰς τὸ ὕψωμα, εἰς τὴν ἄκραν του ἐλαιῶνος, καὶ τὸ κτῆμα τοῦ καπετὰν Λιμπέριου ἦτον ἀχανές, «ἀγύριστον». Τὸ καλύβι ἔκειτο εἰς μέρος σχετικῶς χθαμαλώτερον, ὅπου ἡ ἀνθρωπίνη φωνὴ ἐπνίγετο ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων τοίχων, καὶ ἡ ἠχὼ τῆς ἐχάνετο ἐντὸς τῆς λόχμης. Ἴσως δὲ καὶ ὁ πνέων βορειανατολικὸς ἄνεμος, ὅστις ἐδυνάμωνεν ὅσο ἐπροχώρει ἡ ἡμέρα, συνέτεινεν εἰς τὸ νὰ μὴ ἀκούωνται αἱ φωναὶ τῆς νέας. Ἡ ἀέναος καὶ συριστικὴ πνοὴ τοῦ Καικίου, ἐλάμβανε τὴν φωνὴν τῆς Ματῆς ἐπὶ τῶν πτερύγων της, καὶ ὁ ἀντίλαλος ἐχάνετο εἰς τὰ νοτιοδυτικὰ μέρη, εἰς τοὺς γείτονας λόφους καὶ τὰς κοιλάδας.
* * *
Ἐν τοσούτῳ ἡ Φωτεινή, ἐξηκολούθει νὰ μαζεύῃ χαμολούλουδα, καὶ τὰ παιδία ἐξηκολοῦθον νὰ παίζωσιν ὄπισθεν τοῦ κορμοῦ τῆς γιγαντιαίας ἐλαίας. Ἡ πρώτη καὶ ἡ δευτέρα φωνὴ τῆς Ματῆς δὲν ἠκούσθησαν πράγματι.
Ἡ γραῖα Φωτεινὴ ἑμάζωνε τὰ χαμολούλουδα καὶ δὲν ἔπαυε νὰ φιλοσοφῇ περὶ τῶν ἀνθρωπίνων καὶ περὶ τῶν γυναικείων πραγμάτων. Ἀνελογίζετο ὅτι ἐξ ὅλων, ὅσους εἶχεν ἀγαπήσει σχεδὸν ἀφιλοκερδῶς μέχρι τοῦδε, μόνον ἡ προβατίνα δὲν εἶχε ψεύσει τὰς προσδοκίας της. Αὕτη οὐ μόνον τὴν ἔτρεφε μὲ τὸ γάλα της καὶ τὴν ἐνέδυε μὲ τὸ μαλλί της, ἀλλὰ καὶ τῆς ἦτο πιστή, πιστή, ὅσον δύναται νὰ εἶναι ζῶν καὶ ἔμπνουν κτίσμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ κυρία της, ἡ Λιμπέραινα, γυνὴ φιλάσθενος καὶ φίλαυτος, ὡς ὅλαι αἱ διαρκῶς πάσχουσαι γυναῖκες, σχεδὸν ὑποχονδριακή, ἐξετίμα τόσον τὴν γηραιὰν θεράπαιναν, ὅσον καὶ τὴν προβατίναν. Καὶ αὐτὸ ἦτο μεγάλη καλωσύνη ἐκ μέρους της, ἀνελογίζετο ἡ Φωτεινή, διότι ἡ προβατίνα ἤξιζε πράγματι περισσότερον ἀπὸ ὅσον ἐνομίζετο. Ἡ δὲ Ματή, ἡ μικρὰ Ματή, τὴν ὁποίαν αὐτὴ ἡ Φωτεινὴ εἶχεν ἀναθρέψει μετὰ στοργῆς καὶ ἀφοσιώσεως, τῆς ἀμνάδος ἐκτελούσης μετὰ τὸν ἕκτον μήνα χρέη τροφοῦ, διότι ἡ κυρα-Λιμπέραινα ποτὲ δὲν εἶχεν ἄφθονον γάλα, ἡ ὡραία καὶ ὑπερήφανος Ματὴ εἶχεν ἀποκτήσει καὶ αὐτὴ μυστικὰ ἐσχάτως. Ἄλλοτε εἶχεν ἀπεριόριστον ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν Φωτεινήν, τῆς τὰ ἔλεγεν ὅλα. Ἀπὸ τίνος ὅμως χρόνου κάτι τῆς ἔκρυπτε.
Οὔτε φθίνει πᾶσα στοργὴ καὶ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ Φωτεινὴ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐκεῖ ποὺ ἔκυπτε καὶ ἑμάζευε τὰ ἰαματικά της βότανα, ἔστρεφε βλέμμα πρὸς τὰ παιδία, τὰ ὁποῖα ἔπαιζαν ἀμέριμνα παρακάτω καὶ ἔλεγε μέσα της, τάχα θὰ τὴν ἀγαποῦν ἕως τέλους καὶ αὐτά, τάχα θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν πάντοτε ἐμπιστοσύνην πρὸς τὴν γηραιὰν καὶ ἀφωσιωμένην θεραπαινίδα, τὴν ἄγευστον πάσης χαρᾶς καὶ ἡδονῆς ἐν τῷ κόσμῳ, πλὴν τῆς ἐκ τῆς αὐτοθυσίας καὶ ἀφοσιώσεως.
Ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὁ Θύμιος μετὰ τοῦ Κωστάκη ἔπαιζον εἶδος παιδιᾶς. Ὁ Θύμιος κύπτων πρὸς τὴν γῆν εἶχε λάβει τὸν μικρὸν ὕπτιον ἐπὶ τῶν ὤμων, κρατῶν τὰς παλάμας τούτου μὲ τοὺς δακτύλους σφιγκτὰ ἐπὶ τοῦ στέρνου του καὶ αἱ ἐπόμεναι ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις διημείβοντο μεταξὺ τῶν δυό:
- Τί βλέπ᾿ς;
- Οὐρανό.
- Τί πατεῖς;
- Γῆς.
- Τί τρῷς;
- Ἀγγούρ᾿.
- Πέσε κάτου σὰ γαϊδούρ᾿.
Εἶπε καὶ ἄφησε τὸν μικρόν, ἁβρὰ γελῶντα, νὰ κυλισθῆ μαλακῶς εἰς τὰ χόρτα τοῦ ἐδάφους.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὀξεία φωνὴ ἠκούσθη ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ καλυβιοῦ ἐρχομένη. Ἦτο ἡ τρίτη κραυγὴ τῆς Ματῆς, ἥτις ἔφθασεν εἰς τὰ ὦτα τῆς Φωτεινῆς.
- Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...
Ἡ Φωτεινὴ ἔστησεν ὀρθὸν τὸ οὖς.
- Σιωπᾶτε παιδιὰ ν᾿ ἀκούσουμε... Δὲν ἀκοῦσατε φωνή;
- Ἀκούσαμε.
- Ἐλᾶτε νὰ πηγαίνουμε, παιδιά, ἡ Ματὴ μᾶς κράζει, εἶπεν ἡ γραῖα τρέχουσα. Τί νὰ εἶναι τάχα, Θεέ μου!
- Ἔρχουμι, εἶπεν ἕκαστον τῶν παιδίων. Ὁ δὲ Γιάννης, ὅστις ἦτο ψυχοπαίδι τῆς ἀτέκνου Ἀργυρῆς καὶ εἶχεν ἔλθει πρὸ μηνῶν ἔκ τινος χωρίου τοῦ Πηλίου, εἶπε καὶ αὐτὸς «ἔρχουμι!»
* * *
Μετὰ τὸν ὑπόκωφον δοῦπον, ὃν ἤκουσεν ἡ ἀγωνιῶσα Ματὴ ὡς σώματος πίπτοντος ἀπὸ τοῦ θριγκοῦ τοῦ τοίχου τοῦ περιβόλου ἐντὸς τοῦ κήπου, δρομαῖον βῆμα ἀνδρὸς ἠκούσθη, ἡ θύρα τοῦ οἰκίσκου ἠμίκλειστος οὖσα ἠνοίχθη, καὶ ὁ Κωστῆς ἐφάνη ἐπὶ τοῦ οὐδοῦ τῆς θύρας.
Φαίνεται ὅτι ὁ νέος μετὰ τὰς συνεντεύξεις, ἃς εἶχε λάβει μὲ τὴν μάγισσαν, ὧν μίαν, τὴν τελευταίαν, περιεγράψαμεν ἐν τοῖς προηγουμένοις, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ φρουρῇ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὴν νέαν τὴν ὁποίαν ἠγάπα. Καὶ ἰδοὺ ὅτι ἡ μάγισσα ἠλήθευσε τὴν φορὰν ταύτην, ἴσως χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ καὶ αὐτή.
Τὴν νύκτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτομαγιᾶς ἐξελθὼν ἀπὸ τῆς μαγίσσης, ἀφοῦ ἐπεριπάτησε μέχρι τοῦ μεσονυκτίου, ἀπῆλθεν οἴκαδε καὶ ἔγραψε τὸ ἐπιστόλιον πρὸς τὴν Μάτην, προσθέσας καὶ δυὸ ἢ τρία δίστιχα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τοὺς χρησμοὺς τῆς μαγίσσης, εἰς ὅσα ἀπὸ ἡμερῶν ἤδη εἶχε συνθέσει. Εἶτα χωρὶς νὰ ἐκδυθῇ κατεκλίθη ἐπὶ τίνος καναπέ, ἐλαγοκοιμήθη ἐπὶ μίαν ἢ δυὸ ὥρας μὲ τὴν φαντασίαν γρηγοροῦσαν καὶ τὴν ψυχὴν τεταραγμένην, καὶ εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα ἀνεπήδησεν, ἐλούσθη ψυχρὸν ὕδωρ καὶ πάραυτα ἐξῆλθε.
Ἐβάδισεν εἰς τὴν ἐξοχήν, καὶ διηυθύνθη εἰς τὸ κτῆμα τοῦ καπετὰν Λιμπέριου, ὅπου ἤξευρεν ὅτι συνήθιζε νὰ μεταβαίνῃ τὴν Πρωτομαγιὰν ἡ Ματή. Ἔῤῥιψεν, ἐμπιστευθεῖς εἰς τὴν τύχην, τὸ ἐρωτικὸν δελτάριον ὑπεράνω τοῦ τοιχογυρίσματος καὶ ἀπεμακρύνθη.
Ἐσκόπευε νὰ μείνη ὅλην τὴν ἡμέραν κρυπτόμενος ἐκεῖ πλησίον, τοῦτο μὲν φοβούμενος, ὡς δεισιδαίμων, τὸν κίνδυνον, ὃν προέλεγεν ἡ μάγισσα, τοῦτε δὲ ἐλπίζων, ὡς ἐρωτόληπτος, νὰ ἐντρυφήση εἰς τὴν θέαν τῆς Ματούλας. Ὅθεν δὲν ἠδυνήθη ν᾿ ἀντιστῆ εἰς τὸν πειρασμόν του νὰ κάμῃ καὶ πάλιν ἕνα δρόμον κατὰ τὴν πόλιν, χάριν τῆς ἀπείρου ἡδονῆς του νὰ συναντήση καὶ νὰ καλημερίση τὴν Μάτην.
Ὅταν αἱ δύο γυναῖκες ἀπεμακρύνθησαν ἱκανὰ βήματα, ὁ Κωστὴς ἐστράφη πάλιν ὀπίσω, καὶ διὰ πλαγῖας ὁδοῦ μακρόθεν τὰς ἠκολούθησεν. Ἔβλεπεν ἐκεῖ κάτω εἰς τὸν ὁρίζοντα, ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου διαγραφόμενον τὸ ῥαδινὸν ἀνάστημα καὶ τὴν λευκὴν ἐσθῆτα τῆς Ματούλας, καὶ ἠσθάνετο ἡδονὴν ἄῤῥητον, ὡς νὰ ἔβλεπε τί ἐγγύθεν. Ἀλλὰ δὲν ἐλέχθη ὅτι ὁ ἔρως σμικρύνει τὰς ἀποστάσεις καὶ διατρέχει τὰ διαστήματα;
Ἐπανῆλθε λοιπὸν ὀπίσω πλησίον εἰς τὸ κτῆμα τῆς Ματούλας, καὶ μετὰ προφυλάξεως περιεπόλει περὶ τὴν ὑψηλοτέραν κορυφὴν τῆς Δραγασιᾶς, ὅπου καὶ ἡ Φωτεινὴ τὸν παρετήρησεν, ὡς εἴδομεν, ὄπισθεν τοῦ στελέχους δένδρου καθήμενον.
Ὀλίγω ὕστερον, ὁ νέος ἀπεμακρύνθη καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν σκιὰν βράχου, πρὸς δυσμᾶς τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου. Ἐκεῖθεν ἀπεῖχεν ὑπὲρ τὰ χίλια βήματα, ἀλλ᾿ ἔβλεπε καλῶς, ὑπεράνω τοῦ περιβόλου, μέρος τοῦ κήπου καὶ τοῦ ἐλαιῶνος τοῦ καπετὰν Λιμπέριου. Ἐπὶ μίαν στιγμὴν εἶδε τὴν Μάτην ἀνερχομένην ἀπὸ τῆς χαράδρας, ὅπου ἦτο ἡ πηγή, καὶ βαδίζουσαν πρὸς τὸν οἰκίσκον, οὐ μόνον ἡ στέγη ἦτο ὁρατὴ ἀπὸ τῆς σκοπιᾶς τοῦ νέου, εἶτα εἶδε τὰ παιδία καὶ τὴν Φωτεινήν, εἰς ἀνάστημα πλαγγόνος ἕνεκα τῆς ἀποστάσεως, ἀναβαίνοντας πρὸς τὸν ἐλαιῶνα.
Ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμήν, βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, χωρικὸν ὡς ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἐνδυμασίας, τριγυρίζοντα περὶ τὸ κτῆμα καὶ κοιτάζοντα μὲ τρόπον ὕποπτόν τους τοίχους τοῦ περιβόλου. Τὸν εἶδε νὰ πηγαίνῃ, νὰ γυρίζῃ πάλιν ὀπίσω, νὰ ἵσταται, νὰ θεωρῇ, νὰ βαδίζῃ πάλιν, καὶ τέλος τὸν βλέπει νὰ κύπτει πρὸς τὸν τοῖχον καὶ νὰ ἐκτελῇ ἐργασίαν τινά, ὡς νὰ ἐσκάλιζε νὰ εὕρη τί εἰς καμμίαν ὀπήν, ἢ ὡς νὰ ἀφήρει λίθον ἀπὸ τοῦ τοίχου.
Εἶτα ὁ παράδοξος ἄνθρωπος ὕψωσε τὴν μίαν κνήμην, ἔθεσε τὸν πόδα εἰς τὴν ὀπήν, τὴν ὁποίαν εἶχε κατασκευάσει, ὕψωσε τὸν ἄλλον πόδα, ἀνέβη, διεσκέλισε τὸν θριγκόν, καὶ ἔγινεν ἄφαντος ὄπισθεν τοῦ τοίχου.
Ἦτο ὁ Ἀγρίμης, ὅστις εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς κορυφῆς τῆς Δραγασιᾶς, ὅπου ἔβοσκε τὰς αἶγας του, τὴν Ματούλαν βαίνουσαν πρὸς τὸν οἰκίσκον, εἶχεν ἰδεῖ καὶ τὴν γραίαν μὲ τὰ παιδιὰ ἀπομακρυνόμενην, καὶ ἐπειδή, φαίνεται, θὰ εἶχε παρατηρήσει τὴν νέαν πολλάκις ἄλλοτε μακρόθεν ἢ καὶ ἐγγύθεν κρυπτόμενος, ὡς λυκάνθρωπος, καὶ θὰ τοῦ εἶχε κινήσει τὴν ὄρεξιν, ἔσπευσε νὰ βάλῃ εἰς πρᾶξιν τὸ ἀρχέτυπον καὶ αἰπολικὸν σχέδιόν του. «Ὠιπόλος ὄκκ᾿ ἐσορῆ τὰς μηκάδας...» Ἐγκατέλιπε τὰς αἶγας του καὶ κατέβη δρομαῖος πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εἶδε τὴν ἐρατεινὴν καὶ ὀνειρώδη ὕπαρξιν. Πτωχὸς λυκάνθρωπος!
Ἐν τούτοις ὁ Κωστὴς δὲν ἔχασε καιρόν, ἠγέρθη καὶ ἔτρεξε μὲ ταχύτητα ἐλάφου. Ἔτρεξεν, ἔτρεξε καὶ εἶτα ἤκουσε καὶ τὴν κραυγὴν τῆς Ματούλας.
Ἔφθασεν εἰς τὸν περίβολον, εὗρε τὸ μέρος ὅπου εἶχεν ἀφαιρέσει ἕνα λίθον, μὲ τοὺς στοιχειωμένους ὄνυχάς του, ὁ Ἀγρίμης, καὶ διὰ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, ἀνέβη, διεσκέλισε τὸν τοῖχον, ἠμιόλιον ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, κ᾿ ἐπήδησεν ἐντὸς τοῦ κτήματος.
* * *
«Ἦτο καιρός», καθὼς λέγουν οἱ φράγκοι μυθιστοριογράφοι. Ὁ Ἀγρίμης δὲν εἶχε πνίξει ἀκόμη τὴν Ματούλαν, ἀλλὰ θὰ τὴν ἔπνιγε μετ᾿ οὐ πολύ.
Τὸ πρώτον πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἶδε τὸ ὄμμα τοῦ Κωστῆ, μετὰ τὸ ἀλλόκοτον σύμπλεγμα, τὸ ὁποῖον ἐπαρουσιάσθη ἐνώπιόν του, πρὶν ἀναβῇ ἀκόμη τὰς πέντε βαθμίδας τῆς ἐσωτερικῆς κλίμακος, ἦτο μία ἀξίνη μὲ στιλπνὸν σίδηρον, μὲ βραχεῖαν λαβήν, χρησιμωτάτη ὡς ὅπλον. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ νέος ἔφερεν εἰς τὸ θυλάκιόν του δίκαννον πιστόλιον γεμάτον, ἀλλ᾿ ἐφοβεῖτο νὰ τὸ μεταχειρισθῆ, μήπως πληγώση τὴν Ματούλαν.
Ἔλαβε τὴν ἀξίνην, ἔτρεξε, καὶ ἤρχισε νὰ κτυπᾷ τὰς χεῖρας τοῦ Ἀγρίμη, ὅστις τότε ἀφῆκε τὸ θῦμα του καὶ ὥρμησε κατ᾿ αὐτοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ Κωστῆς ἠναγκάσθη τότε νὰ τοῦ δώσῃ μίαν εἰς τὸ κρανίον. Ὁ Ἀγρίμης ζαλισθεὶς ἐκυλίσθη ἐπὶ τοῦ δαπέδου.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασεν ἡ Φωτεινὴ μὲ τὰ παιδία. Ἰδοῦσα ἡ γραῖα τὸν Κωστὴν ὑπέθεσεν ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ, κ᾿ ἔστρεψε πρὸς αὐτὸν ἄγρια βλέμματα, καὶ ἠπείλει νὰ τὸν σχίση μὲ τὰς χεῖρας, περιφρονοῦσα τὸν σίδηρον ὃν ἐκεῖνος ἐκράτει. Ἀλλ᾿ ὁ νέος τῆς ἔδειξε μὲ ἓν νεῦμᾳ ἐκτάδην κείμενον, ἡμιθανῆ τὸν Ἀγρίμην, μὲ τὴν κεφαλὴν αἱματωμένην, καὶ τότε ἡ γραῖα ἤρχισε νὰ ἐννοῇ.
- Φέρτε νερό! εἶπεν ὁ Κωστῆς· βοήθειαν εἰς τὴν Ματούλα!
Ἡ νέα ἔκειτο σχεδὸν ἀναίσθητος, ἀδρανής, τόσον ἀδυνατισμένη ἀπὸ τὴν τρομερὰν πάλην, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ κινηθῇ. Ἡ γραῖα ἐῤῥίφθη περιαλγὴς ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς παιδίσκης, ἐψηλάφει τὸν σφυγμόν της καὶ τὴν καρδίαν της. Τὰ παιδία ἔτρεξαν ἔντρομα νὰ φέρωσιν ὕδωρ, καὶ ὁ Κωστῆς, ἔβγαλε δυὸ πάλλευκα μυροβόλα μανδήλια, τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰς τοὺς κόλπους μὲ ἄνθη συνειλημμένα, καὶ ἐζήτει νὰ δέση τὰς πληγάς της. Ἡ Φωτεινὴ τὸν ἄφησε νὰ κάμῃ. Ἡ νεᾶνις εἶχε δυὸ βαθείας ἀμυχὰς εἰς τὸν λαιμόν, καὶ ἄλλην εἰς τὸν βραχίονα.
Ἀλλὰ καὶ τὸ ὑποκάμισόν της τὸ ὁλοβρόχινον ἐφαίνετο πρὸς τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν καθημαγμένον καὶ ἡ γραῖα ψηλαφήσασα ἀνεκάλυψε καὶ τρίτην ἀμυχὴν ὑπὸ τὸν ἀριστερὸν κόλπον. Ὁ νέος ἀπεδύθη τὸ ἐλαφρὸν ἱμάτιόν του, ἔσχισεν ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ λευκότατον καθάριον ὑποκάμισόν του καὶ κόψας δυὸ πλατείας ταινίας τὰς ἔδωκεν εἰς τὴν γραίαν νὰ δέσῃ τὴν πληγήν.
Τὰ παιδία ἦλθον φέροντα ὕδωρ· ἡ Ματὴ συνῆλθεν ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον· ἦτο μόνον πολὺ ἀδύνατος καὶ ἔστρεψε βλέμμα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κωστήν. Ἡ Φωτεινὴ ἐκ φιλανθρωπίας ἔπλυνε καὶ τὴν πληγὴν τοῦ Ἀγρίμη καὶ ἔδεσε τὴν κεφαλήν του μὲ ἓν παλαιόπανον.
Ὁ Κωστὴς ἐσκέπτετο τί ὤφειλε νὰ κάμῃ ὡς πρὸς τὸν Ἀγρίμην. Ἀνάγκη ἦτο νὰ λάβῃ εἴδησιν ὁ ἀγροφύλαξ, ὅστις δὲν θὰ εὑρίσκετο πολὺ μακράν, διὰ νὰ ἔλθη νὰ φροντίση περὶ τῆς προσαγωγῆς τοῦ εἰς τὴν ἀστυνομικὴν ἀρχήν, ἥτις ἦτο ἁρμοδία νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς νοσηλείαν ἢ εἰς φυλακήν. Ἔπρεπε δὲ νὰ ὑπάγῃ ὁ ἴδιος νὰ εὕρῃ τὸν ἀγροφύλακα καὶ δώσῃ τὴν εἴδησιν. Ἀλλὰ πῶς ν᾿ ἀφήση μόνας τὰς δυὸ γυναίκας καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὸν Ἀγρίμην, ὅστις ἅμα θὰ συνήρχετο ἐκ τῆς σκοτοδίνης ἠδύνατο νὰ εἶναι ἀκόμη ἐπικίνδυνος; Ἦτο λοιπὸν ἕτοιμος νὰ προτείνῃ εἰς τὴν Φωτεινὴν νὰ ἐξέλθωσιν ὅλοι ἐκ τοῦ οἰκίσκου, νὰ κλειδώσωσι μέσα τὸν Ἀγρίμην, νὰ ἐξασφαλισθῶσι, καὶ τότε ὁ Κωστὴς νὰ ὑπάγῃ πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ ἀγροφύλακος.
Ἀλλὰ μόλις ἔλαβε τὴν ἀπόφασιν ταύτην καὶ βλέπει τὸν Ἀγρίμην ὅτι ἐκινήθη σιγὰ-σιγά, ἀνεκάθισεν ἐπὶ τῆς ψάθης, εἶτα ἐσηκώθη, ἐβάδισε χωλαίνων πρὸς τὴν θύραν, ἐξῆλθε, καὶ διηυθύνθη πρὸς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου.
Ὁ Κωστὴς ἐκ περιεργείας τὸν ἠκολούθησε, καὶ τὸν εἶδεν ὠθοῦντα τὸν σύρτην καὶ ἀνοίγοντα τὴν θύραν. Τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐστράφη, ἠπείλησε διὰ τῆς πυγμῆς τὸν Κωστήν, καὶ τοῦ ἔκραξε:
- Ἔννοια σ᾿ δὲ ῾θῆς καμμιὰ φοὰ καλύβ᾿! Ἰγὼ σ᾿ δείξου!...
Κ᾿ ἔγινεν ἄφαντος.
* * *
Ὁ καπετὰν Λιμπέρης ἔμαθε τὸ συμβεβηκὸς κ᾿ ἐπειδὴ ἡ Ματούλα ὡμολόγησεν ὅτι, ἄνευ τῆς βοηθείας τοῦ Κωστῆ, θὰ ἐγίνετο θῦμα τοῦ ἀγροίκου βιαστοῦ, τὴν ἠρώτησε ἂν τὸν ἤθελε διὰ σύζυγον. Ἡ κόρη ἀφελῶς ἀπήντησεν ὅτι, ἀφοῦ ἐξάπαντος ἔμελλε νὰ ὑπανδρευθῇ, «καλύτερ᾿ αὐτός, παρὰ ἄλλος».
Καὶ μετὰ τρεῖς μῆνας ἐτελεῖτο ὁ γάμος τοῦ περιπαθῶς ἐρῶντος Κωστῆ μετὰ τῆς περικαλλοῦς κ᾿ εὐαισθήτου Ματούλας. Καὶ ἡ ἀγαστὴ καὶ θεσπέσια παρθενικὴ καλλονή, τὸ κορύφωμα τοῦ ἔαρος, ἐπέπρωτο νὰ παραδώση τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον θέρος - ἔρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου