αλλάξαν οι καιροί
και σκάρτεψαν τα χρόνια
του λιόντα του Βενετικού του αιματοπότη λιόντα
που σπάραζε Δυρράχια και πελεκούσε Πόντους
φίδι θηρίο ανήμερο βαρκάριζε στα τείχη
κι άρπαζε της αρχόντισσας
φέγγαρο αναθρεμένης
πριγκήπισσας καλογριάς χρυσό ένα σταυρουδάκι.
Tα Άγια ξεπούλαγε
χρυσοντυμένη εικόνα
Νικοποιό
στα ταπεινά Αγγέλων Ιερέων
τα χέρια !
Και σ’ άλλα χέρια που βαριά κρατήσανε κοντάρια
του Νικηφόρου
Ηράκλειου του πέμπτου Κωνσταντίνου
του Βασιλείου του δεύτερου
Κομνηνών Αλεξίων
και στα Χαλέπια ρίχτηκαν
στα Σίρμια στο Δάρας
στις πύλες τις Αρμενικές στης Σύρας τα λαγκάδια
μες σε κλεισούρες
σε Κλειδιά
σε βίγλες των θεμάτων.
Μα ο Βενετής δε χόρταινε
διαμαντικό με αίμα
πορφύρα κι ολομέταξη στολή του Λογοθέτη
λείψανα πετραδόλαμπα ευωδιά χρυσοδεμένη
στέμματα απ’ Άγια Τράπεζα
που οι αιώνες τα δωρίσαν
ως αφιέρωμα ψυχής παράκληση βοήθειας
πόλης της Ύμνο ακάθιστης
στην Παναγιά Παρθένα.
που σπάραξε μιαν άνοιξη
μια τ’ Απριλιού ημέρα
τη θυγατέρα του γιαλού του ήλιου
την ερρωμένη
στης Βασιλίδας που ήτανε κλεισμένη μες τα τείχη
σε τρούλο της Αγια Σοφιάς και σε Μαγναύρας έδρα
και χόρτασε
κι από Θαλή από Αναξαγόρα
και Πλάτωνα
και διική γιορτή και των κρονίων.
με πάνδημη ευφράνθηκε κι Ουράνια Αφροδίτη.
Ανεμισμένα του ’φερναν
τα πέπλα του Ελικώνα
και Πιερίων τα όμορφα κορίτσια οι αιώνες.
Γεύτηκε κι αλεξανδρινά κι Αλέξανδρου τα βήλα
που τα καρύκευσε η παλιά
η λάγνα η κόρη
η Ρώμη
με Καίσαρες μ’ Αυρήλιους μ’ εφήμερες εταίρες
και με τους πρωτομάρτυρες σύναξαρο αστέρες.
Και πάλι όμως δε χόρτασε
ο γαστριμάργης λιόντας
δευτέρωσε κι αρίστεψε
και δείπνησε αλλοτρίως αλαξοφάι πονηριάς
και χορτασμούς κακίας
και ζήτησε Βασίλειους Μεγάλους να του φέρουν
και Νείλους και Χρυσόστομους
Νύφες και Πατριάρχες
από επίσημη γονή
με αργυρή τη βούλα η και χρυσή
να ’χει κι αυτός το μερτικό
το διάφορο να έχει
στον αρπαγμένο θησαυρό στο θησαυρό του κόμη
να χρηματίζει Ματζικέρτ
Οσμάν και Οσμανλήδες
της Άγιας να εμπορεύεται
τις άγιες στους Αλήδες της Πόλης της Σταυρόκαρφης
τις μέρες και τα χρόνια.
Κι έριξε κλήρους χωραφούς και ιματίων κλήρους
και τους ανθέλληνες καιρούς
ανάτρεφε ομήρους.
Κι αφού σκέλεθρο έκανε τη γη τη Βυζαντίδα
νόστισε πίσω πατρικά της γέννας του παλάτια
και στου Αιγαίου τα επίστροφα ξανοίχτηκε τα πλάτια
της Άγαρ συνοθύλευμα αφήνοντας ξωπίσω.
Κι η Ελληνίδα είπε γη
Σκλάβα ! Όχι δε θα ζήσω!
Και πήρε δίπλα τα βουνά
τα χιονισμένα όρη
λαβώθηκε
και πόνεσε η προδωμένη κόρη
κι από να πνεύμα λευτεριάς η κόρη εγκαστρώθη
κι από την έμβρυα ορμή
με σταυραετών το ραμφισμό
καισαρικά ελυτρώθη.
Ο λιόντας αναχάραζε
και σ’ Άγιους Μάρκους ’πάνω
κλεμμένα εξαγίαζε πετράδια και εικόνες
ψυχής του τραχηλίσματα
ρομφαιοφόρα τη μομφή για να ’χει στους αιώνες.
Και γερασμένος τώρα πια στα ίδιά του στέκει
Αδύναμος !
Χωρίς ψυχή !
Χωρίς δύναμης πνεύμα !
Μόνο με νόθους ροχθησμούς με ψευτοπλάνο νεύμα
και με μια υποκριτική του πάλαι καλοσύνη
μέσα σε μακρυγόνδολες σε γέφυρες απάνω
ζητάει να του κάνουνε
ανάδελφοι περαστικοί
μια κάποια ελεημοσύνη.
Αλλά έτσι είναι των εθνών οι μοίρα
που αγαπάνε ν’αρπάζουνε τα μάταια
το πνεύμα δεν κοιτάνε.
Φεύγουν οι υλόφρονοι καιροί
σβήνεται η μιλιά τους
φεύγουν μαζί και οι άρπαγες
οι λιόντες
οι απνευμάτιστοι
φεύγουν
και παν καλιά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου