και πίνω τον καφέ μου μοναχός μου.
Mε τον ηλεκτρικό στον Πειραιά,
χαζεύω τα εκτός και τα εντός μου.
Κοιτάζω γύρω δεν με βλέπω πουθενά,
μες στο μυαλό μου όλα ένα μάτσο.
Δεν ξέρω αν λυπάμαι ή αν χαίρομαι,
να σηκωθώ να φύγω ή να κάτσω.
Διάφορα μούτρα, βαποράκια, ναυτικοί.
Ποιοι να 'ναι οι κλέφτες και ποιοι οι πολισμάνοι;
Ύστερα χώθηκα σε κάποιο σινεμά,
δίπλα μου κάθονταν πεντέξι Πακιστάνοι.
Σβήνουν τα φώτα και δεν είμαι πια κανείς.
Γυμνές γυναίκες αστράφτουν στην οθόνη.
Κανείς δεν νοιάζεται αν πεθαίνω ή αν ζω.
Το χέρι μου γλιστράει στο παντελόνι.
Κομμένη ανάσα, αγωνία μη σε δουν.
Ούτε που ξέρω πως βρέθηκα εδώ πέρα.
Μες στης βδομάδας το άθλιο πορνό,
η Κυριακή είν' η χειρότερή μου μέρα.
Στέκω στην πόρτα, ψάχνω για κλειδί.
Μες στο μυαλό μου όλα ένα μάτσο.
Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα.
Τραβάω την καρέκλα για να κάτσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου