ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο - μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.
Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.
Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
- φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου