και το στρατί τους έβγαλε σ' ένα μικρό βρυσάκι,
κι εδίψασεν η Παναγιά 'σκύψεν να πιη λιγάκι·
'κούει χαλκιά κι ηχάλκευε χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του
-μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνης,
-βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα και εγώ τους κάνω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ' άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε ψωμί να μην χορτάσης
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουνε οι 'βριοί εξόγκωνον δεμένον.
Ώραις η Παναγιά 'κλαίεν, ώραις και μοιρολόγα
στρατί, στρατί τον πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτ' τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κι έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
-Άνοιξε πόρτα του βριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κι η πόρτα απ' τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
-Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
-Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρην;
Εκείνος ειν' ο γιόκας σου και ο μονογενής σου,
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε:
-Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήθηκεν όπου 'ταν σταυρωμένος.
-Μάνα μου σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλαις μάναις
άμε, μάνα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μανάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μανάδες
και τα καλά τ' αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες,
μάνα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάναις
τότε και σύ μανούλα μου θα 'δης χαραίς μεγάλαις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου