Βραδιάζει. Τα πρόσωπα κουρασμένα. Το φως κουρασμένο. Οι φωνές πιο μακρυνές, γιομάτες μνήμη και σιωπή. Δυο - τρία παιδιά παίζουν κάτου απ' τις σκονισμένες πιπεριές κλωτσώντας ένα άδειο κουτί τσιγάρα. Εδώ στη στάση λίγος κόσμος. Δε σκόλασαν ακόμα απ' τη δουλειά. Μια αντιφεγγιά κυκλαμινιά στα τζάμια. Μια σιωπηλή κοπέλα πλάι μας. Κρατάει μέσα στα μάτια της λίγο όνειρο, έτσι που μια μάνα κρατάει ένα δέμα για το γιο της που βρίσκεται στη φυλακή κάπου τρεις μήνες τώρα. Νά κι αυτός που ψαχουλεύει μ' ανοιχτή παλάμη απ’ έξω την τσέπη του. Θα ’χει κει μέσα μιαν εφημερίδα. Δε μπορεί να την ξεδιπλώσει φανερά και να διαβάσει. Αμα φτάσει σπίτι του. Το τραπέζι, το φως, ο κόσμος. «Πρόσεξε μη χτυπήσουν την πόρτα. Ξέρεις». Πόσα φύλλα σκίσανε σήμερα; Ξυλοκόπησαν κι άλλους. Τι πες; Ναι βέβαια. Δημοκρατία».
Τα πρόσωπα ξεχνιούνται. Να, το τραμ. Μένουν μονάχα τα βασανισμένα χέρια πάνου στα γόνατα να συλλογιούνται το μόχτο τους. Γυρνάς κατά μέσα τη ματιά. Ψαχουλεύεις. Μια μέρα έφυγε. Λοιπόν; Α, τίποτα. Που ’ναι τώρα κείνος ο γυμνός χώρος «ο ανιδιοτελής», όπου καρδιά και στοχασμός δίνουν τα χέρια, εκεί που το χτες και το αύριο σμίγουν σ' ένα χαμόγελο, κι η ψυχή ξανασαίνει ξεπληρώνοντας με μια χούφτα άστρα όλα της τα χρέη; Κι ακόμα παραπέρα, που ’ναι η ανυποψία αυτού του χώρου, η πριν απ' τη γνώση απλότητα, τα πράγματα σκέτα χωρίς βαθμούς και συγκρίσεις, ζεστά μέσα στην ύπαρξή τους, αδιαίρετα στην πράξη μας...
Θα ’χει μπουνάτσα κάτου η θάλασσα. Ένα πανί ψαρόβαρκας θα χαζεύει στον ορίζοντα. Ένα ποτήρι νερό που λάμπει στο πράσινο τραπεζάκι της ακρογιαλιάς. Λίγη χαρά. Η ώρα που πέφτει τρυφερή - τρυφερή, ήσυχη, σαν τη στάχτη του τσιγάρου στη βραδυνή θάλασσα...
Κάποιος ανέβηκε στο τραμ. Λιοκαμένο πρόσωπο. Παράξενα ρούχα. Δυο σταγόνες αίμα νωπό στο σακάκι του. Κοντοζυγώνει το γέρο εισπράχτορα.
- Να μείνω; Δεν έχω να πληρώσω, λέει.
- Από πού έρχεσαι;
- Απ' την Ελ-Ντάμπα.
- Και ρωτάς, λεβέντη μου; Και δε ντρέπεσαι να με ρωτάς; Κάτσε γιόκα μου. Δυο - τρεις θέσεις γουστάρεις; Ούλο το τραμ δικό σου. Απλωσε και τα πόδια σου. Σε χτύπησαν; Τι δε μιλάς;
Του βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα. Του τ’ ανάβει.
- Φχαριστώ, λέει, το παιδί. Φχαριστώ παππού.
- Το λοιπόν, έτσι, συρματόπλεγμα, ε;
- Ναι, συρματόπλεγμα, μα καρδιά λεύτερη. Δω πέρα δεν έχει συρματόπλεγμα, μα...
- Εχει κι εδώ, έχει...
- Εκεί απ' το πρωί ως το βράδι, δίναν και παίρναν τα τραγούδια του αγώνα μας. Ως κι οι αραπάδες. Ω... ξέρεις... να! κάθε που μας δίνανε παντζάρια δεν έτρωγε κανένας μας.
- Τι; απεργία πείνας;
- Όχι. Μα... με το κοκκινοζούμι βάφαμε τις σημαίες μας.
- Α, χα... γελάει ο γερο-εισπράχτορας κάτου απ' τ' άσπρο μουστάκι του. Φεγγοβολάει το πρόσωπό του σάμπως εξοχικό τοπίο γιομάτο στουρναρόπετρες κάτου από ’να ανοιξιάτικο άσπρο συγνεφάκι.
Γελάνε κι όλοι γύρω. Ξεθαρρεύονται. Ενα κοριτσάκι ως οχτώ χρονώ τρίβεται στα γόνατα του Ελνταμπίτη.
- Είναι κι ο πατέρας μου κει πέρα. Μπας και τον είδες;
- Πώς τόνε λένε;
- Γιώργο.
- Ου, και βέβαια, τόνε ξέρω τον πατέρα σου το Γιώργο. Όπου να ’ναι θα ‘ρθει.
Τέρμα. Τέρμα; "Στο καλό, στο καλό". "Φχαριστώ".
- Στο καλό, κι όπως είπαμε λέει ο γερο-εισπράχτορας. Θα το κόψουμε το συρματόπλεγμα.
- Το κομένο λογαριάζεις.
Κατεβαίνουμε απ' το τραμ. Τι καθάριο το βράδι. Και το παιδί, να. Τον γνωρίσανε. Πόσοι φίλοι, Θε μου. Πώς αγαπιούνται τούτοι οι άνθρωποι. Τρεις - πέντε - δέκα, του σφίγγουνε τα χέρια. Δεν προφτάνει ποιο χέρι να πρωτοχουφτώσει. Ένας γλόμπος ανάβει μονομιάς πάνω τους, φωτίζονται τα τίμια, σοβαρά και γκαρδιακά τους πρόσωπα.
Τι όμορφη βραδιά. Έχει και φεγγάρι. Να, για κοίτα. Το φεγγάρι. Μαλαματένια βέρα στο δάχτυλο της βραδιάς και στην ψυχή μας. Ο όρκος μας στον κόσμο.
Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (2 Ιουνίου 1945). Αναδημοσιεύτηκε το 1952 στην ανθολογία «Πεζογράφοι της Αντίστασης» του εκδοτικού Νέα Ελλάδα και από εκεί στον Ριζοσπάστη τον Νοέμβριο του 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου