και το νερό της ξενιτιάς σου τ' αλμυρό,
τ' άλογα τρέχουν 'κει χωρίς τον καβαλάρη
μα ποιος προφταίνει να κερδίσει τον καιρό,
τώρα που ο κόσμος είναι πόρτα με χορτάρι
κι όσο να ψάξω στη ζωή δεν θα σε βρω.
Ποιος σου 'χε τάξει να χαμογελάς τοξότη
με μιαν ευχή κι ένα φιλί σαν φυλαχτό;
Στην Προποντίδα να περάσεις στρατιώτη
και να πουλιέσαι στο παζάρι για σφαχτό,
ποιος σου 'χε τάξει τη ζωή και τον καημό της
και να κοιμάσαι μ' έναν ψεύτικο Θεό;
Ποιος φίλος έπαιξε τη μοίρα σου στα ζάρια,
πίσω από σένα ποιος μοιράζει τα χαρτιά,
ποιος κανονίζει τις αυγές και τα φεγγάρια
και ποιος αλλάζει τον βοριά και το νοτιά;
Τόσα ταξίδια και καημοί τόσα κουφάρια
άδικα πήγαν των αδίκων στην φωτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου