Όσσα δε μη πεφίληκε Zευς, ατύζονται βοάν Πιερίδων αΐοντα, Γαν τε και πόντον κατ' αμαιμάκετον. (Πινδ. Πυθ. α΄.) [ΠPOΛOΓOΣ] Πολυτέκνου θεάς, ω Mνημοσύνης θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου, και των μακάρων Oλυμπίων αείμνηστα κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως. 5 Eσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια, και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα, χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα της ιεράς Eλευθερίας τα χέρια. Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι 10 την κεφαλήν σεβάσμιον της Eλλάδος η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων· και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη, 15 αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει η Αρετή· αλλ' αν η Πιερίδες την λαμπράν τής χαρίσωσιν ακτίνα αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη 20 τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει. |
![]() |
(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997) |
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011
[ΠPOΛOΓOΣ]
Ανδρέας Κάλβος
Βιογραφικά στοιχεία
Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από μητέρα αρχοντοπούλα (την Ανδριανή Ρουκάνη) και από πατέρα μικροαστό και τυχοδιώκτη (τον Τζανέτο η Ιωάννη Κάλβο, πρώην ανθυπολοχαγό του ενετικού μισθοφορικού στρατού). Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που παρέχει στον Κάλβο δυνατότητες μόρφωσης και φιλομαθής καθώς είναι, πραγματοποιεί τις πρώτες επαφές του με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα.
Στο Λιβόρνο γράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκηρύσσει (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιά που το ίδιο δεν σώζεται). Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάζεται ως γραμματέας και αμέσως μετά πηγαίνει στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά ταξιδέυοντας για τις δουλειές του. Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816, όταν μαθαίνει και για το θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλονίζει, όπως φαίνεται στην ωδή του Εις θάνατον. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει, από το 1814, και την Ωδή εις Ιονίους.
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διαλύει τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζειν παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και μεταφράζοντας στα ιταλικά και ελληνικά επί χρήμασι θρησκευτικά βιβλία, των οποίων τον απόηχο βρίσκουμε στις Ωδές του. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα την σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει και εκδίδει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια τετράτομη Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών (στον τρίτο τόμο της οποίας τυπώνει τις Δαναΐδες) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.
Το Μάιο του 1819 παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη είναι και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τότε πιθανολογείται και μιά απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Στις αρχές του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για εκείνον και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836 ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Στο δύστροπο του χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι ποτέ δεν αναγνωρίστηκε στην πατρίδα του ίσως οφείλεται και το ότι, παρά τη συνύπαρξη του στο νησί όλα αυτά τα χρόνια με τον Σολωμό, δεν φαίνεται να είχαν ποτέ προσωπική γνωριμία.
Στο τέλος του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και εγκαθίσταται στο Louth της Αγγλίας, όπου ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Charlotte Wadans και διδάσκει στο παρθεναγωγείο της μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοεμβρίου του 1869.
Ο Κάλβος ανάμεσα σε καθαρολόγους και δημοτικιστές
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των Ωδών του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, ο οποίος κατάφερε να πείσει τους ξένους πολύ πιο εύκολα από’ τι τους συμπατριώτες του.
Το βιβλίο του Κάλβου ήταν ένα αποτέλεσμα εργασίας γραφείου, οι ωδές του προορίζονταν για ανάγνωση αν και κάποιες προφορικές διαδικασίες είναι εμφανές. Ο Κάλβος δεν έβγαινε στους δρόμους και στις πλατείες όπως άλλοι ποιητές για να εμψυχώσει τα παλικάρια. Οι πολεμιστές της Ελλάδας δεν μπορούσαν να διαβάσουν τις ωδές του, έτσι δημιουργήθηκε ένα σχήμα: ποιητής- (πολεμιστής) – αναγνώστης. Τα έργα του ίσως και να προορίζονταν για μία ειδική κατηγορία αναγνωστών – τους Ευρωπαίους φιλέλληνες. Η απόρριψη των έργων του εκ μέρους των Ελλήνων λογίων και ο ενθουσιασμός των ξένων μπορούν να ερμηνευτούν και ως αποτέλεσμα προμελετημένης στρατηγικής. Μάλιστα έκδοση των ωδών του, του 1824, περιέχει ερμηνευτικό λεξιλόγιο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός ξένου με επαρκή αρχαιογνωσία. Έτσι ο Κάλβος διοχετεύει τις πατριωτικές επιταγές του ελληνικού Αγώνα σε ποιητικούς όρους που ανήκουν στην ευρωπαϊκή παιδεία. Όσο αφορά τη γλώσσα ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή τη δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις ωδές του. Η συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και τον κόσμο των βιβλίων. Όσο αφορά τη γλώσσα, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις όπως έκανε με τον μυθολογισμό και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889.
Εργογραφία
- Ποιητικές συλλογές
- Λύρα - Ωδαί Ανδρέα Κάλβου (1824)
- Λυρικά (1826)
- Ξενόγλωσσα έργα
- Ιππίας (τραγωδία)
- Θηραμένης
- Δαναϊδες
- Le Stagioni - Giovanni Meli
- Ωδή εις Ιονίους (1814)
- Σχέδιο νέων αρχών των Γραμμάτων
- Απολογία της αυτοκτονίας
- Italian lessons in four parts (1820)
- Ερευνα περί της φύσεως του διαφορικού υπολογισμού (1827)
- Χάριτες - αποσπάσματα, Φώσκολος (1846)
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
Χρόνε που γιαίνεις τσι πληγές
Χρόνε που γιαίνεις τσι πληγές
δως μου κι εμέ βοτάνι...
Διώχνε τσι μέρες σου γοργά
ο πόνος μου να γιάνει...
Μη τονε μπώθεις το καιρό
μα έτσι κι αλλιώς θα φύγει...
Γιατί προσβάλλεις τη ζωή
που ειν'η παντέρμη λίγη...
το διαβάσαμε http://mantinadologos.blogspot.com/2008/07/blog-post_13.html
Αναστενάζω
φουνάρα καίει την καρδιά και ίντα να πεί το στόμα.
Μαντινάδες
http://www.asxetos.gr/Default.aspx?tabId=162&s=99&sc=85
Λένε για τους ξενύχτηδες κακώς πως δεν κοιμούνται
Λένε για τους ξενύχτηδες κακώς πως δεν κοιμούνται
μ’ αυτοί βλέπουν το χάραμα που οι άλλοι το στερούνται
Ωραία που περνουμ'εδά όλο το παρεάκι
σύρε και φέρε μάστορα ακόμ'ενα ρακάκι!
Άσε τα μουρμουρίσματα κάτσε ρακί να πιούμε
μες την ζωη οι προστριβές σε βάσανα θα βγούνε
Απόψε τη σαλάτα μου την πότισα με ξύδι
γιατί απόψε μ άφησες και η αγάπη μας δεν σμίγει
θα 'ρθει και παλι η στιγμη να σμιξει η παρεα
και ενα αρνι θα ψησουμε και θα περναμε ωραια
Χαρώ την την παρέα μας να 'τανε κι' άλλη τόση
κρασί, ρακί και τσικουδιά μέχρι να ξημερώσει
Τετοια παρεα ομορφη δεν εξαναδα φως μου,
στσι χωρες απου γυρισα στα περατα του κοσμου
Βαλε να πιουμε δυο ρακες και φερε και μια λυρα
ετσι μας καταδικασε του γλεντιστη η μοιρα
Βαλε κουμπαρε μια ρακι να πω μια μαντιναδα
μετα αν καμω ορεξη θα παμε για κανταδα
Ήτανε θαύμα η ζωή και παραμένει νά'ναι
κάθα φορά που δυό καρδιές γλεντίζουν κι αγαπάνε
Ο μερακλης ο ανθρωπος φαινεται στη παρεα
μ'ατομα τσ'ηλικιας του μα και κοπελια νεα
Στον μερακλη τον ανθρωπο τα χρονια μην κοιτατε
γιατι 'ρθε στη παρεα σας κι ας μην τον αγαπατε
Πολλα ποτηρια τσικουδια κερασες για να πιουνε
κι απ'την πολυ που ηπιανε δεν ημπορουν να βγουνε
Ηθελα να μουνε Θεος για να το κατορθωνω
τσ' ωρες απου μαστε μαζι να σταματω το χρονο
Χαιρομαι τη παρεα σας κι ας ειναι κι αλλη τοση
και δε κουνουμαι απο επαε ωσπου να ξημερωσει
Τα μάτια μου νυστάξανε θέλουν να κοιμηθούνε
μα εγώ για την παρέα σας τα κάνω κι αγρυπνούνε
Βοριάς πήρε τα ρούχα μου κι ο νότος τ' άρματά μου
και η καλή παρέα σας μου πήρε την καρδιά μου
.Οψάργας το 'δα τ΄όνειρο κι εδά μου ξεδιλιένει
πως με παρέα ήμουνα άξια και παινεμένη
την διαβάσαμε στο http://www.40blog.com/JOHNY23B/note/3676/ΤΟΥ-ΓΛΕΝΤΙΟΥ-ΚΑΙ-ΤΣΗ-ΠΑΡΕΑΣ.html
"στην πόρτα θα χω το κλειδί
αν τύχει και γυρίσεις
μην μπεις στον κόπο αγάπη μου
καθόλου να χτυπήσεις "
"έπρεπε να χωρίσουμε
όπως και να 'χει αντίο
στους δύο τρίτος δεν χωρεί
και είσαστε είδη δύο!"
"Μια φταίω εγώ μια φταις εσύ
Βαρέθηκα να φταίμε
Γι΄ αυτό θα φύγω μακριά
Αντίο και τα λέμε "
"Αν θες να φύγεις κάμε το
Μην μ΄ απειλείς εμένα
Ο δρόμος είναι ανοιχτός
Και τα σκυλιά δεμένα
"
"Έφυγες δίχως να μου πεις
του χωρισμού το γεια σου
και η καρδιά μου έμεινε
παντοτινά δικιά σου..."
"Μες την πληγή κΆ άλλη πληγή
Στον πόνο κι άλλο πόνο,
Που 'σαι και εσύ που μου λεγες
Δεν θα σΆ αφήσω μόνο;"
"Και 'δα που θα χωρίσουμε
ήθελα να κατέχω
αν έχεις πόνο στην καρδιά
όπως εγώ τον έχω!!!"
"Ένα λεπτό αγάπη μου
έλα να σ' αγκαλιάσω
έτσι κι αλλιώς κατέχω το
για πάντα θα σε χάσω.."
"ευτυχισμένο μάτια μου
σε θέλω στη ζωή σου
κ ας έχεις άλλη αγαλιά
κ ας μη ξυπνώ μαζί σου..."
"Οριστικά σε έχασα
κ όμως ελπίζω ακόμα
πως θα 'ρθει μέρα που ξανά
θα σε φιλώ στο στόμα..."
"Ο πόνος ειν' αβάσταχτος
το δάκρυ μου με πνίγει,
ειν' η ζωή μου πια μισή,
αφού εσύ έχεις φύγει.."
"Από τη μέρα που 'φυγες
φως μου μακρυά 'πο 'μένα,
ειμ' άνθρωπος χωρίς καρδιά
κ όνειρα σκοτωμένα.."
"Απο τσι δυό, καλύτερα,
εγώ να φύγω πρώτα,
για' δε μ' αρέσει οντε χτυπά,
ο χωρισμός την πόρτα.."
"Έφυγες κ η αγάπη σου
μαράζωσε τη σκέψη,
γύρνα κ γίνε αφορμή
και λόγος να γιατρέψει.."
"Χωρίσαμε και δεν μπορώ
να πώ πως δε με νοιάζει,
αφού αφορμή εγίνηκες
κ έχει η καρδιά μαράζι.."
την διαβάσαμε στο :http://www.40blog.com/JOHNY23B/note/1149/%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%A4%CE%99%CE%9D%CE%91%CE%94%CE%95%CE%A3-%CE%A7%CE%A9%CE%A1%CE%99%CE%A3%CE%9C%CE%9F%CE%A3.html
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Γιατί τον αγαπάμε ακόμη : Εκατό χρόνια χωρίς τον Αλ. Παπαδιαμάντη
«Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. (…) Ομως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας». Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε ο αείμνηστος Χρήστος Βακαλόπουλος την αποτίμηση της σχέσης μας με τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο στα 1991. Σήμερα, έναν αιώνα από τον θάνατό του, πολλά έχουν αλλάξει κι εμείς μοιάζει να έχουμε προχωρήσει μακριά στον δρόμο που μας απομακρύνει από εκείνον. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα πρώτα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας μας για άκοπη κι απρόσκοπτη, αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας στην οποία στηρίξαμε τη ζωή μας, με την κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής να φαντάζει πιθανό απώτερο ενδεχόμενο.
Ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούν σήμερα να απολαύσουν το παπαδιαμαντικό κείμενο συρρικνώνεται διαρκώς. Κυρίως όμως μοιάζει να έχει μειωθεί δραστικά ο αριθμός όσων μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο. Γιατί ο Παπαδιαμάντης που διεκδικεί επάξια μια θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα είναι κάτι πολύ παραπάνω από έναν εξαίσιο ηθογράφο της αλλοτινής Ελλάδας, που στήνει στα πόδια τους με ανυπέρβλητο τρόπο ολοζώντανους εμβληματικούς χαρακτήρες μιας δεδομένης κοινωνίας. Αν ο Παπαδιαμάντης μας αποκαλύπτει, σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας», έναν σεβάσμιο δηλαδή τρόπο σχέσης με ανθρώπους και πράγματα πέρα από τη χρηστική ωφελιμοθηρία, η αντιμετώπισή του μόνο ως μεγάλου συγγραφέα ή μόνο ως ταπεινού ασκητή απειλεί να τον ακυρώσει, θίγοντας την ακεραιότητά του.
Παρόλα αυτά, ίσως τώρα να μπορούμε να αποτιμήσουμε ευκολότερα τη σχέση μας μαζί του. Ζητήσαμε λοιπόν από διαφορετικούς σε ηλικία και επάγγελμα, αναγνώστες του να μας εξηγήσουν γιατί τον διαβάζουν σήμερα. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να λάμπει παρά τη θέλησή μας, λειτουργώντας ως μεσάζων στην ανακάλυψη ενός βαθύτερου εαυτού μας από τον οποίο δεν έχουμε αποκοπεί πλήρως.
Σε μια απαρατήρητη αλλά οξυδερκέστατη υποσημείωσή του ο Σεφέρης γράφει ότι το δόγμα του Παπαδιαμάντη έγινε «φύσις», τόσο που να τον μειώνει καίρια κανείς όταν το παραβλέπει (το δόγμα). Την επανέλαβε με ολόκληρο δοκίμιο εδώ και 50 χρόνια ο Λορεντζάτος, ωστόσο οι μειώσεις είναι αναρίθμητες. Δεν είναι άσχετες με την «φύσιν» του αυτές οι αράδες του Παπαδιαμάντη : «Ω, αι ώραι του λυκαυγούς!… Ιδού «αυτόμαται ήξαν πύλαι» ας έχον ώραι, πλην ας αφήσωμεν τους παλαιούς, και ας ψάλωμεν μετά του Κοσμά του θεσπεσίου: «Προσενωπίω σοι ώραι, υπεκλίθησαν, φως γαρ και προ ποδών υψίδρομον σέλας, Χριστέ…»» (226. 23-26). Παρέλκει εδώ η ερμηνεία της διάβασης από τον Ομηρο στον Κοσμά. Θέλω να πω μόνο ότι διαβάζω τον Παπαδιαμάντη αχώριστο από την «φύσιν» του, με όσες ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος αξιώνομαι και πάντοτε με σκηνικό την παπαδιαμαντική θάλασσα της Λίμνης Ευβοίας, απείκασμα του «άνω βυθού».
* Φιλόλογος – Επιμελητής Απάντων Παπαδιαμάντη
«Εν τινι παρεκκλησίω της εν… Μονής υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού· ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα· αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ’ τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού», του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Αλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνειά» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξή του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».
«Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως» σχοίνισμα κληρονομίας» δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Και πάλι προφανώς, «Ονειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και γι’ αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω, / νυχτερεύω μοναχός· ‘λεημοσύνη σάς ζητάω, / νύχτα, δόλι’ αγάπη, φως!» – ακριβώς στο βηματισμό τού «Μοναχή το δρόμο επήρες…»
Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη· είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποιημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.
Πηγή : «Η Καθημερινή», 16/1/2011
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα
«Εν τινι παρεκκλησίω της εν... Μονής υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού· ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα· αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ' τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού», του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Αλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνειά» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξή του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».
«Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως» σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Και πάλι προφανώς, «Ονειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και γι' αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω, / νυχτερεύω μοναχός· 'λεημοσύνη σάς ζητάω, / νύχτα, δόλι' αγάπη, φως!» - ακριβώς στο βηματισμό τού «Μοναχή το δρόμο επήρες...»
Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη· είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποιημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100019_16/01/2011_428580
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας
Κάτω ἀπὸ τὸν κρημνόν, ὁποῦ βρέχουν τὰ κύματα, ὅπου κατέρχεται τὸ μονοπάτι, τὸ ἀρχίζον ἀπὸ τὸν ἀνεμόμυλον τοῦ Μαμογιάννη, ὁποῦ ἀντικρύζει τὰ Μνημούρια, καὶ δυτικῶς, δίπλα εἰς τὴν χαμηλὴν προεξοχὴν τοῦ γιαλοῦ, τὴν ὁποίαν τὰ μαγκόπαιδα τοῦ χωρίου, ὁποῦ δὲν παύουν ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, ὅλον τὸ θέρος, νὰ κολυμβοῦν ἐκεῖ τριγύρω, ὀνομάζουν τὸ Κοχύλι -φαίνεται νὰ ἔχῃ τοιοῦτον σχῆμα- κατέβαινε τὸ βράδυ-βράδυ ἡ γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχὴ γραία, κρατοῦσα ὑπὸ τὴν μασχάλην μίαν ἀβασταγήν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ μάλλινα σινδόνια της εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, εἶτα νὰ ξεγλυκάνῃ εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, τὸ Γλυφονέρι, ὁποῦ δακρύζει ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ σχιστολίθου, καὶ χύνεται ἤρεμα εἰς τὰ κύματα. Κατέβαινε σιγὰ τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, καὶ μὲ ψίθυρον φωνὴν ἔμελπεν ἓν πένθιμον βαθὺ μυρολόγι, φέρουσα ἅμα τὴν παλάμην εἰς τὸ μέτωπόν της, διὰ νὰ σκεπάση τὰ ὄμματα ἀπὸ τὸ θάμβος τοῦ ἡλίου, ὁποῦ ἐβασίλευεν εἰς τὸ βουνὸν ἀντικρύ, κ᾿ αἱ ἀκτῖνες του ἐθώπευον κατέναντί της τὸν μικρὸν περίβολον καὶ τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν, πάλλευκα, ἀσβεστωμένα, λάμποντα εἰς τὰς τελευταίας του ἀκτῖνας.
Ἐνθυμεῖτο τὰ πέντε παιδιά της, τὰ ὁποῖα εἶχε θάψει εἰς τὸ ἁλῶνι ἐκεῖνο τοῦ χάρου, εἰς τὸν κῆπον ἐκεῖνον τῆς φθορᾶς, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πρὸ χρόνων πολλῶν, ὅταν ἦτο νέα ἀκόμη. Δυὸ κοράσια καὶ τρία ἀγόρια, ὅλα εἰς μικρὰν ἡλικίαν τῆς εἶχε θερίσει ὁ χάρος ὁ ἀχόρταστος.
Τελευταῖον ἐπῆρε καὶ τὸν ἄνδρα της, καὶ τῆς εἶχον μείνει μόνον δυὸ υἱοί, ξενιτευμένοι τώρα. Ὁ εἶς εἶχεν ὑπάγει, τῆς εἶπον, εἰς τὴν Αὐστραλίαν, καὶ δὲν εἶχε στείλει γράμμα ἀπὸ τριῶν ἐτῶν. Αὕτη δὲν ἤξευρε τί εἶχεν ἀπογίνει. Ὁ ἄλλος ὁ μικρότερος ἐταξίδευε μὲ τὰ καράβια ἐντὸς τῆς Μεσογείου, καὶ κάποτε τὴν ἐνθυμεῖτο ἀκόμη. Τῆς εἶχε μείνει καὶ μία κόρη, ὑπανδρευμένη τώρα, μὲ μισὴν δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αὐτῆς, ἡ γριά-Λούκαινα ἐθήτευε τώρα, εἰς τὸ γῆρας της, καὶ δι᾿ αὐτὴν ἐπήγαινε τὸν κατήφορον, τὸ μονοπάτι, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ χράμια καὶ ἄλλα διάφορα σκουτιὰ εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκάνη στὸ Γλυφονέρι.
Ἡ γραῖα ἔκυψεν εἰς τὴν ἄκρην χθαμαλοῦ, θαλασσοφαγωμένου βράχου, καὶ ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα. Δεξιά της κατήρχετο ὁμαλώτερος, πλαγιαστός, ὁ κρημνὸς τοῦ γηλόφου, ἐφ᾿ οὗ ἦτο τὸ Κοιμητήριον, καὶ εἰς τὰ κλίτη τοῦ ὁποίου ἐκυλίοντο ἀενάως πρὸς τὴν θάλασσαν τὴν πανδέγμονα τεμάχια σαπρῶν ξύλων ἀπὸ ξεχώματα, ἤτοι ἀνακομιδὰς ἀνθρωπίνων σκελετῶν, λείψανα ἀπόχρυσες γόβες ἢ χρυσοκέντητα ὑποκάμισα νεαρῶν γυναικῶν, συνταφέντα ποτὲ μαζί των, βόστρυχοι ἀπὸ κόμας ξανθάς, καὶ ἄλλα τοῦ θανάτου λάφυρα. Ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της, ὀλίγον πρὸς τὰ δεξιά, ἐντὸς μικρᾶς κρυπτῆς λάκκας, παραπλεύρως τοῦ Κοιμητηρίου, εἶχε καθίσει νεαρὸς βοσκός, ἐπιστρέφων μὲ τὸ μικρὸν κοπάδι του ἀπὸ τοὺς ἀγρούς, καί, χωρὶς ν᾿ ἀναλογισθῇ τὸ πένθιμον τοῦ τόπου, εἶχε βγάλει τὸ σουραύλι ἀπὸ τὸ μαρσίπιόν του, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ φαιδρὸν ποιμενικὸν ᾆσμα. Τὸ μοιρολόγι τῆς γραίας ἐκόπασεν εἰς τὸν θόρυβον τοῦ αὐλοῦ, καὶ οἱ ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς τὴν ὥραν ἐκείνην - εἶχε δύσει ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἥλιος - ἤκουον μόνον τὴν φλογέραν, κ᾿ ἐκοίταζον νὰ ἴδωσι ποῦ ἦτο ὁ αὐλητής, ὅστις δὲν ἐφαίνετο, κρυμμένος μεταξὺ τῶν θάμνων, μέσα εἰς τὸ βαθὺ κοίλωμα τοῦ κρημνοῦ.
Μία γολέτα ἦτο σηκωμένη στὰ πανιά, κ᾿ ἔκαμνε βόλτες ἐντὸς τοῦ λιμένος. Ἀλλὰ δὲν ἔπαιρναν τὰ πανιά της, καὶ δὲν ἔκαμπτε ποτὲ τὸν κάβον τὸν δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα ἐκεῖ πλησίον, εἰς τὰ βαθιὰ νερά, ἤκουσεν ἴσως τὸ σιγανὸν μυρολόγι τῆς γραίας, ἐθέλχθη ἀπὸ τὸν θυρυβώδη αὐλὸν τοῦ μικροῦ βοσκοῦ, καὶ ἦλθε παραέξω, εἰς τὰ ρηχά, κ᾿ ἐτέρπετο εἰς τὸν ἦχον, κ᾿ ἐλικνίζετο εἰς κύματα. Μία μικρὰ κόρη, ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἐγγονὴ τῆς γραίας, ἡ Ἀκριβούλα, ἐννέα ἐτῶν, ἴσως τὴν εἶχε στείλει ἡ μάννα της, ἢ μᾶλλον εἶχε ξεκλεφθῆ ἀπὸ τὴν ἄγρυπνον ἐπιτήρησίν της, καὶ μαθοῦσα ὅτι ἡ μάμμη εὑρίσκετο εἰς τὸ Κοχύλι, πλύνουσα εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἦλθε νὰ τὴν εὕρῃ, διὰ νὰ παίξη ὀλίγον εἰς τὰ κύματα. Ἀλλὰ δὲν ἤξευρεν ὅπως πόθεν ἤρχιζε τὸ μονοπάτι, ἀπὸ τοῦ Μαμογιάννη τὸν μύλον, ἀντικρὺ στὰ Μνημούρια, καὶ ἅμα ἤκουσε τὴν φλογέραν, ἐπῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἀνεκάλυψε τὸν κρυμμένον αὐλητήν. Καὶ ἀφοῦ ἐχόρτασε ν᾿ ἀκούῃ τὸ ὄργανόν του καὶ νὰ καμαρώνῃ τὸν μικρὸν βοσκόν, εἶδεν ἐκεῖ πού, εἰς τὴν ἀμφιλύκην τοῦ νυκτώματος, ἓν μικρὸν μονοπάτι, καὶ ὅτι ἐκεῖθεν εἶχε κατέλθει ἡ γραῖα ἡ μάμμη της. Κ᾿ ἐπῆρε τὸ κατηφορικὸν ἀπότομον μονοπάτι διὰ νὰ φθάση εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ τὴν ἀνταμώσῃ. Καὶ εἶχε νυκτώσει ἤδη.
Ἡ μικρὰ κατέβη ὀλίγα βήματα κάτω, εἶτα εἶδεν ὅτι ὁ δρομίσκος ἐγίνετο ἀκόμη πλέον ἀπόκρημνος. Ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀναβῇ, νὰ ἐπιστρέψη ὀπίσω. Εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς τὴν ὀφρὺν ἑνὸς προεξέχοντος βράχου, ὡς δυὸ ἀναστήματα ἀνδρὸς ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Ὁ οὐρανὸς ἐσκοτείνιαζε, σύννεφα ἔκρυπταν τὰ ἄστρα, καὶ ἦτον στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐπροσπάθησε καὶ δὲν εὕρισκε πλέον τὸν δρόμον πόθεν εἶχε κατέλθει. Ἐγύρισεν πάλιν πρὸς τὰ κάτω, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ καταβῇ. Ἐγλίστρησε κ᾿ ἔπεσε, μπλούμ! εἰς τὸ κῦμα. Ἦτο τόσον βαθὺ ὅσον καὶ ὁ βράχος ὑψηλός. Δυὸ ὀργυιὲς ὡς ἔγγιστα. Ὁ θόρυβος τοῦ αὐλοῦ ἔκαμε νὰ μὴ ἀκουσθῇ ἡ κραυγή. Ὁ βοσκὸς ἤκουσεν ἕνα πλαταγισμόν, ἀλλὰ ἐκεῖθεν ὅπου ἦτο, δὲν ἔβλεπε τὴ βάσιν τοῦ βράχου καὶ τὴν ἄκρην τοῦ γιαλοῦ. Ἄλλως δὲν εἶχε προσέξει εἰς τὴν μικρὰν κόρην καὶ σχεδὸν δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ τὴν παρουσίαν της.
Καθὼς εἶχε νυκτώσει ἤδη, ἡ γραῖα Λούκαινα εἶχε κάμει τὴν ἀβασταγήν της, καὶ ἤρχισε ν᾿ ἀνέρχεται τὸ μονοπάτι, ἐπιστρέφουσα κατ᾿ οἶκον. Εἰς τὴν μέσην του δρομίσκου ἤκουσε τὸν πλαταγισμόν, ἐστράφη κ᾿ ἐκοίταξεν εἰς τὸ σκότος, πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἦτο ὁ αὐλητής.
- Κεῖνος ὁ Σουραυλῆς θὰ εἶναι, εἶπε, διότι τὸν ἐγνώριζε. Δὲν τοῦ φτάνει νὰ ξυπνᾷ τοὺς πεθαμένους μὲ τὴ φλογέρα του, μόνο ρίχνει καὶ βράχια στὸ γιαλὸ γιὰ νὰ χαζεύῃ... Σημαδιακὸς κι ἀταίριαστος εἶναι.
Κι ἐξηκολούθησε τὸ δρόμο της.
Κ᾿ ἡ γολέτα ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ βολταντζάρῃ εἰς τὸν λιμένα. Κι ὁ μικρὸς βοσκὸς ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸν αὐλόν του εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός.
Κ᾿ ἡ φώκη, καθὼς εἶχεν ἔλθει ἔξω εἰς τὰ ρηχά, ηὖρε τὸ μικρὸν πνιγμένον σῶμα τῆς πτωχῆς Ἀκριβούλας, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιτριγυρίζῃ καὶ νὰ τὸ μυρολογᾷ, πρὶν ἀρχίση τὸ ἑσπερινὸν δεῖπνον της.
Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἶς γέρων ψαρᾶς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς:
Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα
ἡ ἐγγόνα τῆς γρια-Λούκαινας.
Φύκιά ῾ναι τὰ στεφάνια της,
κοχύλια τὰ προικιά της...
Κ᾿ ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾷ
τὰ γεννοβόλια της τὰ παλιά.
Σὰν νἄχαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.