"...Σε λίγο συναπαντήθηκαν. Οι Ιταλοί που ανέβαιναν με τον πατέρα της, εκείνη που κατέβαινε με το μουλάρι. Οι Ιταλοί σταμάτησαν. Ο αξιωματικός σφούγγισε τον ίδρο του, ύστερα έριξε μια πρόστυχη ματιά στο κορμί του κοριτσιού, σαν να το γύμνωσε απ'την κορφή ίσα με τα νύχια. Και οι άλλοι τρεις καραμπινιέροι το τύλιγαν με βρώμα.
Η Φωτεινή κατέβασε τα μάτια. Πρώτη φορά στη ζωή της αντίκρισε τέτοια ματιά, εχθρό παρόμοιο.
-Είναι η κόρη μου, είπε ο μπαρμπα-Φίλιππας.
Οι Ιταλοί άρχισαν να λένε στη γλώσσα τους. Βλέπαν το κορίτσι κι ολοένα λέγαν. Γελούσαν, χαχάνιζαν. Σίγουρα θα έλεγαν προστυχές.
-Πάμε, είπε ο γερο-βοσκός στους Ιταλούς. Μα αυτοί δεν λέγαν να ξεκινήσουν. Μια στιγμή ο χοντρός αξιωματικός έκαμε ν'απλώση τα χέρια του να χαϊδέψει το μάγουλο της Φωτεινής. Το κορίτσι αποτραβήχτηκε βίαια.
-Φύγε! Φύγε! της έκαμε χαμηλόφωνα και την έσπρωχνε ο πατέρας της. Σαστισμένη με τα ξερόκλαδά της στα χέρια, με το ζώο τους δεμένο στο κορμί της, έκαμε να φύγη προσπερνώντας τους καραμπινιέρους. Όμως εκείνη τη στιγμή, ακριβώς εκείνη, άστραψε μες στα μάτια του χοντρού Ιταλού, δύναμη της φοβερής θεότητας που δουλεύει στα σκοτεινά, η ιδέα: θέλησε να κάμη αστείο, επίδειξη. Ξεκρέμασε το αυτόματο από τον ώμο του και, τη στιγμή που περνούσε το μουλάρι πλάι του φέρνοντας την κάνη ξυστά στο κεφάλι του ζώου, τράβηξε μια ριπή στον αέρα. Το μουλάρι, ξαφνιασμένο από τον τρομακτικό κρότο που γέμισε τ'αυτιά του, τινάχτηκε μία, και ύστερα παλαβό, ασυγκράτητο, άρχισε να τρέχει με απίστευτη γρηγοράδα, κατεβαίνοντας τον πετραδερό λόφο. Για ένα ελάχιστο διάστημα, το κορίτσι δεμένο μαζί με το καπίστρι, μπόρεσε να βασταχτή στα πόδια του τρέχοντας πίσω του και τραβώντας το σκοινί. Μα η δύναμη που το έσερνε ήταν τόσο ξέφρενη, τόσα τα βράχια, που γλίστρησε, έγινε ένας όγκος, έγινε μια οριζόντια ύλη που την έσερνε, την έλιωνε χτυπώντας την από δω κι από κει στις μυτερές πέτρες το αφηνιασμένο ζώο.
Μια κραυγή, μια μονάχα, μπόρεσε να ακουστή. Δεν ήταν φωνή ανθρώπου. Ήταν το αίμα, τα πάθη που δε σπαταλήθηκαν, η άγρια αρμονία της χαράς και της λύπης βίαια.
Την άκουσε ο γερο-βοσκός χαμένος, αλαλιασμένος. Κοίταξε γύρω του σαν να γύρευε βοήθεια, τι να κάμη. Ύστερα χίμηξε κι αυτός κυνηγώντας το φοβερό σύμπλεγμα του κοριτσιού και του ζώου.
-Κράτησέ το! Κράτησέ το! φώναζε έξαλλα νομίζοντας πως μπορούσε να τον ακούση το κοριτσάκι.
Όταν έφτασε στο πεύκο, εκεί μονάχα, το ζώο σταμάτησε λαχανιασμένο. Εκεί το βρήκε ο μπαρμπα-Φίλιππας. Το κορμί του κοριτσιου, δεμένο στο σκοινί, περιχυμένο με αίμα, μήτε σπάραζε καν. Το κεφάλι, τα μαλλιά, τα μυαλά, το πρόσωπο, τα ήμερα μάτια, ήταν μια άμορφη πολτοποιημένη μάζα.
Όταν σε λίγο κατέβηκαν εκεί οι Ιταλοί, είδαν την παράξενη σύνθεση: το ζώο ακίνητο, το σκοτωμένο κορίτσι ακίνητο, κι από πάνω του ο γερο-βοσκός κλαίγοντας να σκαλίζη τις ματωμένες σάρκες, το πρόσωπο, τα χυμένα μυαλά, σα νά'θελε να το ξαναστήση το πρόσωπο, να το προφυλάξη απ'την αμαρτία να μην έχει μορφή.
-Che peccato, μουρμούρισε ένας Ιταλός, μαλακώνοντας τη φωνή του.
-Non badare, είπε αδιάφορα ο χοντρός αξιωματικός.
Τράβηξαν βιαστικά κατά την ακρογιαλιά να φύγουν. Δεν κοίταξαν πίσω τους."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου