"Σφίγγεται η καρδιά σου, λύπηση σε κυριεύει σαν περνάνε πεζικά. Είναι ένα κοπάδι ατελείωτο, σκυθρωπό, μορφές τυραγνισμένες κι ανώνυμες, μάτια που μέθυσαν από το ξεθέωμα της πορείας. Σε κοιτάζουν για μία στιγμή με μάτι αδειανό. Αφού περάσει κάνα σύνταγμα κι ύστερα μια δυο μέρες, ντάλα μεσημέρι, βλέπεις ξάφνου να παρουσιάζονται στο δρόμο δυο-τρία ερημικά φανταράκια, στραπατσαρισμένα, κουτσαίνοντας, που τραβάνε κι αυτά πάνω. Είναι οι βραδυπορούντες. Ένας έχει χτυπήσει το ποδάρι του και το πηγαίνει τώρα προσεκτικά, σαν άγιο λείψανο, φασκιωμένο με τραγικά κουρέλια. Ο άλλος ήταν ανήμπορος, είναι, όμως πρέπει να συνεχίσει έτσι κι αλλιώς το δρόμο, ν'ανταμώσει τη μονάδα του στην πρώτη επισταθμία. Έρχονται ποδαράτοι από τη Λάρισα και θα φθάσουν έτσι, με τα πόδια, στην Αλβανία -ο Θεός ξέρει που. Ο ένας συντροφεύει τον άλλον. Τον υποβαστάζει κάποτε' αν είναι πολύ αδύναμος, τότε ο συνάδερφος θα μοιραστεί το μεγάλο φόρτωμα μαζί του. Αυτός είναι ο σύντροφος της ερημιάς κι ο παρηγορητής... Αγιασμένο αθάνατο ελληνικό πεζικό! Όργωσες έτσι, μέσα σε δυο μόλις γενιές, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Θράκη, την Ουκρανία, τη Μικρά Ασία, και πάλι την Ήπειρο, την Αλβανία - τώρα. Όταν αργότερα σε λίγους μήνες, είδα με ποιά μέσα μεταφερόταν και μας πολεμούσε ο αντίπαλος, ενιωσα την καρδιά μου να τρεμίζει από σπαραγμό μαζί και περηφάνια. Τον πόλεμο τούτο που μας επέβαλαν οι πολιτισμένοι επιδρομείς χυμώντας κατά πάνω μας με μηχανές που ξερνάνε τον κεραυνό, εμείς τον βγάλαμε πέρα με τα ίδια τα μέσα του '12, το φανταράκι το πεζό και το μουλαράκι. Και με τη βοήθεια του Θεού, ω, ναι! Γιατί μπορείς να ξαστοχάς τη θεϊκή δύναμη σαν είσαι δυνατός, όμως τη νιώθεις να πυργώνεται γύρω σου αναπάντεχα κάποια στιγμή άμα τύχει να είσαι μικρός κι αδύναμος. Σπάνια στη ζωή μου έτυχε να νιώσω δίπλα μου την παρουσία του Θεού τόσο ζωντανή, όσο στον αξέχαστο εκείνο καιρό που υπηρετούσα κι εγώ κάτω από τη σημαία της Ελλάδας."
"...Η είδηση διατυπώθηκε σε λίγο έτσι: Η Γερμανία επέδωσε, στις 5.30' το πρωί, τελεσίγραφο στην Ελλάδα, που λέει πως τα στρατεύματά της θα μπούνε στη χώρα μας για να επιβάλουν την τάξη!...
Στον εξώστη του στρατηγείου, ο νεαρός αξιωματικός των Διαβιβάσεων, που είχε ακούσει την εκπομπή και κράτησε σημειώσεις στη ράχη του πακέτου του, διάβαζε, την ώρα που πέρασα, τα νέα στους άλλους αξιωματικούς. Άρπαξα ό,τι μπόρεσα, κλεφτά, κι ύστερα πήγα να τα μεταδώσω στους δικούς μου. Ο Επιτελάρχης μας καθότανε μπροστά στο τραπεζάκι του, με το μολύβι στο χέρι, καθώς πάντα. Μπήκα λαχανιασμένος, χαιρέτησα, στάθηκα να περιμένω.
-Εσύ τί έχεις μάθει; με ρωτάει με την αγριωπή του τη φαιδρότητα ο Επιτελάρχης σα να συνεχίζει αρχινισμένη κουβέντα. Και σύγκαιρα σηκώνει από το χάρτη τα μεγάλα του αυστηρά μάτια.
Του είπα γρήγορα-γρήγορα κι ακατάστατα, με πιασμένη ανάσα, τα νέα. Η δήλωση της Κυβέρνησης πως η Ελλάδα θ'αντισταθεί στην εισβολή, μας έπνιγε όλους από έξαρση. Δεν ξέραμε που θα το βγάλει η άκρη, δε θέλαμε να ξέρουμε, όμως η στιγμή τούτη όπου η μικρή πατρίδα ορθώνεται για ν'αντιμετωπίσει δυο μαζί αυτοκρατορίες, μας τάνυζε την ψυχή. Είδα τον Επιτελάρχη την ώρα που άκουγε τα νέα από το στόμα μου. Τα μάτια του, τα ζωηρά νεανικά μάτια μέσα στο σκαμμένο πρόσωπο, μεγάλωναν, όλο μεγάλωναν κι άστραφταν, τόσο που φτάσανε να τον δείχνουν απίστευτα ωραίο. Μια χειρονομία αδιόρατη του ξέφυγε μαζί σαν να με περιγελούσε. Είναι η ζάρα που έχει επιβάλει στην ψυχή του ο ίδιος θεληματικά, προσπάθεια πεισματερή να κρύβει την κάθε του συγκίνηση κάτω από το περιγέλιο ή την τραχύτητα του στρατιώτη. Κι ωστόσο, ακούγοντάς με, κάτι φαινόταν να ξυπνάει μέσα του, κάτι ίσως λησμονημένο, ένα ανοιξιάτικο αγέρι που αποκοιμήθηκε από χρόνια μέσα στις βραγιές...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου