- Πώς το κατάλαβες;
- Θέλεις να τα ξεπεράσεις;
- Θα ήθελα και ποιός δεν θέλει;
- Βγάλε τα ρούχα σου..
Έκανε μια κίνηση να βγάλει τα παππούτσια της, μα στο τέλος δίστασε. Της πέρασε απ’ το νού οτι μπορεί να είναι και απατεώνας, όμως η σκέψη αυτή την έκανε να τον θέλει περισσότερο..
- Φοβάσαι την γύμνια σου, τόσο μάλιστα που δεν την αντέχεις..
Δείξε μου το ομορφότερο σου σημείο. Ποιό είναι αλήθεια το αγαπημένο σου σημείο;
- Το πρόσωπο μου. Νομίζω οτι είναι το πρόσωπο μου.
- Δείχτω λοιπόν, βγάλε απο πάνω σου το μακιγιάζ.
Πράγματι τράβηξε το φουλάρι απ’ το λαιμό της και σκούπησε γρήγορα τα κραγιόνια απο τα χείλη της. Αμέσως το πάνω χείλη μίκρυνε δυσανάλογα με το κάτω της χείλη, αλλά εξακολουθούσε να είναι το ίδιο γοητετική.
-Τώρα βγάλε τα ρούχα σου.
- Άυριο όχι σήμερα, χρειάζομαι λίγο χρόνο. Αντίο.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και ο χτύπος ακούστηκε σαν αντίλαλος με τους χτύπους της καρδιάς της. Ένα μικρό τρέμουλο την καθυστέρησε να ξεχωρίσει το κλειδί του διαμερίσματος της. ‘Οπως μπήκε μέσα, άφησε μια κραυγή ελεύθερη να ακουστεί στούς τοίχους. Γδύθηκε μπροστά απο τον καθρέφτη στο διάδρομο. Κάρφωσε μισητά το είδωλο της και το χέρι έπεσε άτονα κοντά στο όργανο της, χαιδεύοντας το κάπως νευρικά. Μια απρόσμενη μυρωδιά την έκανε να αναστενάξει, έπειτα να χαμογελάσει. Με πικρή απορία αποκοιμήθηκε..
..Ένα αμάξι έτρεχε κατά πάνω της στο όνειρο, αλλά με ένα πήδο το απέφυγε, μια ενέργεια την ψήλωνε στην κυριολεξία τραβώντας το κορμί της στα ύψη. Ήταν πλέον γίγαντας, μια γυναίκα γίγαντας. Το πρωί την ξύπνησε απο το όνειρο.
Πήρε λίγα λεφτά και κατηφόρισε το δρόμο για το σπίτι του. Ανέβηκε αποφασισμένη τα σκαλιά και μπήκε δίχως να ρωτήσει, άνοιξε τα πατζούρια και γδύθηκε πάνω στο δυνατό φώς του ήλιου.
- Είμαι ενας νάνος, στον ύπνο μου θυμάμαι οτι είμαι γίγαντας, του είπε και τον άφησε με κενά και τρύπες..
- Βάλε ένα καφέ πρώτα και ύστερα οτι θές, της απάντησε εκείνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου