Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Η ΘΗΛΙΑ / Στρούμπας Γιάννης

 


Ξύπνησε με την ίδια αγχωμένη γραβάτα στο λαιμό του
μέσα σε καταρράκτες Ανασφάλειας
αν η επιχείρηση όπου δουλεύει θα ’χει βιωσιμότητα
αν ο εργοδότης του
—που όλα τα ισοπεδώνει
αλέθοντας σε υπολογιστικούς αλευρόμυλους-
τον θέσει σε αλκοολική διαθεσιμότητα.
Αν η αγορά μυρίζει υψηλή θνησιμότητα
αν θα επηρεαστεί η απασχολησιμότητα [sic]
και το ασφαλιστικό
κι άλλες παρόμοια αγωνιώδεις
πλάγιες ερωτήσεις ολικής αλέσεως.
Παράνοια αβεβαιότητας τον κυρίευσε.
Έξι καψούλια της τον παραμόνευαν στη θαλάμη
με τον παραλογισμό του ασφαλιστικού απασφαλισμένο.

Μα τι στήνεται στ’ απόσπασμα;
Για ποιον μοχθούσε τόσα κοπιαστικά χρόνια,
για ποιον εισέφερε ματωμένες κρατήσεις;
Αρπάζει τη γραβάτα, τη δένει θηλιά στην Ανασφάλεια
κι αντιστρέφει τους όρους σπρώχνοντας το σκαμνί.
Το «Αν-» κεφάλι της έμεινε να σπαρταράει αβεβαιότητα
και να στάζει «-ασφάλεια».
Αδράχνοντας αποφασιστικά τις διεκδικήσεις στο πανό
κατέβηκε στη διαδήλωση.


ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ / Στρούμπας Γιάννης

 


Δεν εκπλήσσει
που στη λήξη
κάθε διαγωνίσματος λογοτεχνίας
οι μαθητές σχολιάζουν
πως ζαλίστηκαν.

Φυσικό κι επόμενο
πρόκειται γι’ αντικείμενο
κατεξοχήν
μεθυστικό.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΣΥΜΠΑΝ / Στρούμπας Γιάννης

 


Της σήραγγας
η μαύρη τρύπα με ρουφά.
Μεταφορά ενέργειας.
Δεν ξέρω αν θα λιώσω
ή αν εξέλθω ζωντανός
σε σύμπαντα παράλληλα.

Ξανά στο φως.
Ξανά
στο ίδιο άγχος της πηχτής,
απόκοσμης ροής,
ξένης ροής
παράλληλων σωμάτων.

Είναι σαφές. Υπάρχουν
κι άλλα σύμπαντα.
Επακριβώς παράλληλα.

 

ΖΟΜΠΙ ΛΟΣΤΟΓΕΝΗ / Σταυραετός / Β.Α


 
Σώσε μας Θεέ μου.
Δεν τολμάμε να μπούμε σε κάποια ιστοσελίδα
δεν τολμάμε να μπούμε σε κάποιες ειδήσεις
δεν τολμάμε να χαλαρώσουμε διαβάζοντας κάτι
και να σου ξεπετάγονται μπρος στα μάτια
τα ζόμπι νέας γενιάς.
Ζόμπι που είχαν κάποιους πατεράδες
που ήταν φτωχοί μεν πλην τίμιοι οικοδόμοι δε
που έπαιξαν σε κάποια ταινία και καταξιώθηκαν
που τραγούδησαν κάποτε σε ένα γήπεδο
που ανήκαν στην οικογένεια την περικλέφτως πλούσια
που είχαν γιαγιά που έκανε ανεμοπτερισμό
ή μια μάνα που ανέβηκε με κάποιο σπρώξιμο
συνήθως αξιοκρατικά λοστογενές
τα σκαλιά της εφήμερης διασημότητας
και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος
θα πρέπει και μεις να ανεχόμαστε
τα μοριογόνα εζομπισμένα των προαναφερθέντων
να ξεπηδούν μέσα από τις οθόνες μας
πολλές φορές με ισχνά βρακιά
πιθηκοκόλιες χειλοβαφές
και νύχια και δόντια δεύτερης εκταφής
και με κομμώσεις σε στύλ χαλασμένου φράχτη
από τους αέρηδες που φυσάν στο ζώδιο του Τοξότη.
Χώρια που τα ζομπισμένα φοράδο χαμόγελα της ράτσας
από τη φάρμα του τηλέ γελοιασμού
που τους επιβάλουν οι προαγωγοί τους
έχουν και το στίγμα
πολλαπλών ψυχιατρικών παθήσεων της υπό ύπαρξης
με νότες υψηλής νοητικής καθυστέρησης.
Όταν δε βγαίνουν
ή τα βάζουν και κάνουν δηλώσεις
για να διαμορφώσουν άποψη στο κοινό
για σύγχρονα πολιτικά κοινωνικά και επίκαιρα θέματα
τότε συνιστάτε στους ακροατές θεατές η ευθανασία
ως το πλέον σωτήριο φάρμακο
από τα εν λόγω αξιολύπητα δι άσημα ζόμπι.
Κι επειδή το πρόβλημα είναι υπαρκτό και άλυτο
οφείλουμε όλοι να προσευχηθούμε
για την κοινή ανάπαυσή τους
πέρα στη λήθη
μακριά από την καθημερινότητα των λογικά
ζώντων σκεπτομένων ανθρώπων
και να ευχηθούμε όλοι μαζί:
                                             Αφανία τους η μνήμη.
 
                                                                         Β.Α.
 

ΠΟΙΗΣΗ / Γιώργος Αλεξανδρής

 

Του  έλεγε να καταφύγει  στην ποίηση,
γιατί μπορούσε ως μύστης να την υπηρετήσει,
στην τέχνη της να  αφιερωθεί,
να λυτρωθεί στη δημιουργία
και να μεταλάβει της ζωής την ομορφιά,
στίχο το στίχο, στροφή τη στροφή
κι απ’ τη θεία τούτη μετάληψη
πολλοί  πιστοί προσκυνητές και λειτουργοί να πιούνε.

Αρνήθηκε τη σιωπή, δίστασε και στον ύμνο,
γιατί η ποίηση δεν είναι του λόγου σμίλεμα
ούτε έμπνευση του απείθαρχου μυαλού.
Απέχει από την τέχνη και τη σπουδή
και δεν συνθέτει πανδαισία
ούτε  έκφραση είναι και επικοινωνία.

Είναι οργή και σπαραγμός,
άλγος και ορρωδία,
κατάβαση είναι στα σκοτεινά του λογισμού,
και μοίρασμα και σκόρπισμα της ψυχής.
Είναι κραυγή απ’ την άβυσσο,
ανάστασης πισωγύρισμα,
γεννησημιού το φύτρο,
φως αστραπής που φλογίζει των αδύτων
και φαίνονται στο μεγαλείο τους,
τ’ ανθρώπινα τα πάθη.

Του έλεγε να αρμενίζει της ζωής,
με θάλασσα το στοχασμό και άνεμο το λόγο.
Οι λέξεις κόκκινα πανιά,
οι στίχοι του κατάρτια,
για μακρινά και άγνωστα λιμάνια,
για κλειστές και απροσπέλαστες ακτές.

Ανεπιτήδευτα της νύχτας αδελφοποιτοί,
το βίωσαν το ταίριασμα κι οι δυο
με ταυτισμένη σκέψη.
Γιατί η ποίηση είναι διαφυγή
και γλίστρημα στο χρόνο,
κρυφή  καταφυγή κι  αρμένισμα ονείρων.
Ολοφυρμός και οδύνη  στ’ αδιέξοδα
και παράδοση  στη μοναξιά  τ’ απείρου.
Γι’ αυτό και όταν διαβάζεται,
προσωπική γραφή ομολογείται.

             


ΤΟ ΓΗΤΕΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ / Γιώργος Αλεξανδρής

 


   

Της ψυχής μου το πλατύ και άδειο κατώφλι
είναι γεμάτο από το βλέμμα της απουσίας σου
και οι άρυθμοι χτύποι της καρδιάς μου
κρυφομιλητό κι αντίλαλος της γλυκομιλιάς σου.

Γέρνουν οι μέρες ανήλιες και συννεφιασμένες
στο μυστικό το λάτρεμα της ομορφιάς σου
και οι νύχτες βαραίνουν απόμακρες και σκοτεινές
στις θύμησες της μεγαλόκαρδης αγκαλιά σου.

Ροδόχρωμη φωτεινή σκιά στο περπάτημά σου
ο ζήλος της αντάμωσης και της χαράς το γέλιο,
ο κόσμος όλος διπλανός στης γης την απλωσιά
και ουράνια η στέγαση στο σμίξιμο της αγάπης.

Φωτιά στα στήθη μου το πάθιασμα της αγάπης,
δροσιά στα χείλη μου του γυρισμού ο γλυκασμός,
ο ερχομός προσκύνημα κι αγνάντι η ευφροσύνη
στο στένεμα του καιρού, στ’ απέραντο της πίστης.

Ανασαιμιά ζωής σε λαχταρώ για ν’ αναπνεύσω,
λιόφωτες στράτες να διαβώ μαζί σου να περπατήσω
στων αγγέλων τα περάσματα, σε αβάδιστα σοκάκια
και να ‘ναι η αγάπη ταίριασμα και λάμπρισμα ονείρων.

Σε θέλω ανέσπερο χθες κι αβασίλευτο αύριο,
απάνθισμα πόθων σ’ αποζητώ και μαγεία,
να είναι το γήτεμα της ζωής μοιρασιά ευτυχίας,
λατρεία στον έρωτα και της ψυχής γηθοσύνη.

                              

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου / Ρίτσος Γιάννης

 


 

ΑΠΟΨΕ νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.

 

Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.

Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

 

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία

και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναυθαλίνη.

 

Φωτιά ερημική στο βραδυνό βουνό. Δεν είναι

βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα

να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ’ την ίδια τη φωνή σου

που ενθαρύνει σιγά τον εαυτό της.

 

ΚΙ ΌΜΩΣ είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.

Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ’ το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.

Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης

κ’ ήξερες πως κάθε Κυριακή

στο προαύλιο με τα’ άσπρα και μαύρα πλακάκια

οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους

και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής…

Το Εμβατήριο του ωκεανού (1940) / Ρίτσος Γιάννης

 

Το Εμβατήριο του ωκεανού  (1940)

 

(αποσπασμα)

 

Νυχτερινό λιμάνι

φώτα πνιγμένα στα νερά

πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια

φωτισμένα απ’ τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων

κι ύστερα βυθισμένα στη σκιά του ταξιδιού

λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου

σαν τις ραγισμένες φτερούγες των αγγέλων που αμάρτησαν

οι στρατιώτες με τις κάσκες

ανάμεσα στη νύχτα και στο κάρβουνο

τραυματισμένα χέρια σαν τη συγνώμη που έφτασεν αργά.

 

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες

ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα

κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών

και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

 

...

 

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η  μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τ’ ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.

 

Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.

Κοιτούσα τη δύση και σ’ έβλεπα

_  μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου

_  ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.

 

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας 

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

 

...

 

Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια

με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα

παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δεν ρωτούσε τη γη

περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής

που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία  με τετράδια της αριθμητικής

θυμάσαι το γέρο καπετάνιο

που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ’ αστέρια

για να κερδίσει τη νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;

 

Έτσι την  ώρα που μας άφηνε

το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας

και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε

κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες

απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας

απαντήσαμε σένα μ’ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια

να βηματίζεις μονάχο στ’ ακρογιάλι  ανάμεσα στα βράχια

όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια κι οι φώκιες.

 

Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες

που πεινούν ακόμη το νερό

παρελάσεις άστρων στη μνήμη κομισμένων γλάρων

έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδροβίων

και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού

η κυκλική απόδραση του γαλαξία.

 

Η σιγή να φεύγει πάλι τρομαγμένη

μακριά στη κοιμισμένη παραλία

-η λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων

που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου

και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι

την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.

 

Κύριε τ’ ουρανού της γης και της θάλασσας

ως πότε θ’ αγρυπνούμε

ως πότε θα διψάμε

ως πότε δε θα πεθαίνουμε;

Μόνωση / Ρίτσος Γιάννης

 


 

Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία

του νεανικού μου δέρματος κ’ η θέρμη των ήλιων;

Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω τη καρδιά,

μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.

 

Η αγάπη, μάταια, κάποτε, με θλίψη μου γελά_

είμαι μακριά κι απ’ τα γλυκά βλέμματα των οικείων.

Πάνω απ’ της ρούγας τα σκυφτά χαμόσπιτα, ψηλά,

στο χρυσό δείλι, γράφομαι βαρύς κ’ εξαίσιος κίων.

 

Κι όμως τα βράδια νοσταλγώ: στον ίσκιο ενός καλού

κι αγαπημένου φίλου αβρά να γείρω να ξεϊδρώσω

_ρόδο  που φύτρωσε άγονα στην άμμο του γιαλού,

του βλέμματος να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο.

 

Ν’ ακούω κοντά μου μια καρδιά να πάλλει δυνατά,

ένας παλμός ν’ ανθεί για με και να κρατώ ένα χέρι

στα λυπημένα χέρια μου, κι ο νους μου να κοιτά

τη λάμψη του στα μάτια ενός που δέχεται και χαίρει.

 

Νάχουν σκοπό και προορισμό της νιότης μου οι παλμοί,

στιλπνοί καρποί να δένονται σε πρόθυμα κλωνάρια

κι όχι, καθώς των ασκητών οι εσπερινοί ψαλμοί,

να πνίγονται σε σιωπηλά, πένθιμα σεμινάρια.

 

Κι όταν της νύχτας ο άνεμος την πόρτα μας βροντά

κ΄ έντρομος το γκρεμό παλιάς πληγής θ’ αναθυμιέμαι,

να τον καλώ γοερά, κι αυτός γλυκά να μου απαντά,

κι αχνά χαμογελώντας του, πάλι ν’ αποκοιμιέμαι.

 

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.