ἐσὺ κατέβαινες στὴν πεδιάδα
νὰ κυνηγᾶς ψυχὲς
νὰ κυνηγήσεις ἄσπρες πεταλοῦδες
καὶ τὶς περνᾶς σὲ ἀσημένια ψιλὰ σύρματα
γιατί ὁ ἴδιος εἶσαι σὺ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει
κι αὐτὸς ποὺ κατεβαίνει
δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ πεταλούδα, πεταλούδα
ἡ πεθαμένη δὲν εἶναι πεθαμένη
οὔτε ὁ τάφος, τάφος της
– Ἀσάη! σοῦ ἐφώναξα λοιπὸν
ὅπως σου ἔλεγα ἐγὼ τὶς σκάλες κατεβαίνοντας
ἐγὼ ὁ ἴδιος τὶς σκάλες ἀνεβαίνοντας
καὶ λίγο ἔλειψε νὰ τσακιστοῦμε
ἐγὼ τραβώντας γιὰ τὸν Οὐρανὸ
ἐγὼ πέφτοντας κατακόρυφα
φωνάζοντας κι οἱ δυὸ μαζί:
– Ἀσάη Ἑσμέ! Ἑσμὲ Ἀσάη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου